Στον αιώνα των θαυμάτων και των δραμάτων, τις χαλεπές «αποφράδες» αυτές μέρες, που η αχόρταγη υλοφροσύνη και ο υδροκεφαλισμός, μας φορτώνουν πάθη και λάθη, που ο μηδενισμός και ο ηδονισμός κάνει μέσα μας το κενό μεγάλο σαν τον ουρανό, που η άψυχη μηχανοκρατία σακατεύει τον πολιτισμό μας, ξεδιάντροπος βιαστής του στ' «ανθρωπιστικά γράμματα», που ο απόηχός του, «ο θεός πέθανε», σουραυλίζει ακόμα σε φραγμένα αυτιά και θολωμένα μάτια, μπροστά στα μεγαλεία του ποιητή Θεού γύρω μας, μέσα μας, στ' απειροσύμπαντα, με τ' αρίφνητα Γαλαξιακά Στερεώματα, που οι άθεοι λεφτάδες, πουλάνε κι αγοράζουνε οικόπεδα στο φεγγάρι και τ' άστρα και ξεχνάνε την πλάστρα Πνοή. Που οι μπάλες των τρανών της γης καταστρέφουν τις σκάλες που οδηγούν στα θεία κράσπεδα της Ειρήνης και της Λύτρωσης του ανθρώπινου Γένους. Που η πολιτική ρομφαία, θερίζει την ιδέα της Λευτεριάς, της Δικαιοσύνης και της Αδελφοσύνης των λαών της γης, που οι αρετές μασκαρεύονται, ο ιδρώτας κλέβεται, η τιμή καταπατιέται, η ομορφιά μουντζώνεται, η καλοσύνη δεν γίνεται πιστευτή, η λόξα γίνεται δόξα, το κεφάλι γίνεται πόδι που κλοτσά, η αγάπη κάθε στιγμή σταυρώνεται, η αλήθεια θάφτεται, η ζωή πεθαίνει πριν γεννηθεί, που δεν υπάρχει χθες και αύριο, παρά μόνο το σήμερα, που όλα, πάντα και παντού, είν' ένα τίποτα, που ντρέπεται να περπατάει γυμνό και ντύθηκε στη ματαιότητα, που όλα στροβιλίζονται στ' αδράχτι της ύλης, χωρίς «σφοντύλι» αρμονίας, ισορροπίας, προορισμού.
Γι' αυτό, αν θέλουμε νάμαστε λεύτεροι, αγαπημένοι και ειρηνεμένοι, πρέπει να γυρίσουμε πίσω.
Τότε, που τα πρόσωπα του Παππού, της Γιαγιάς και των γονιών, ήταν ιερά, που σχεδόν τα προσκυνούσαμε, μετά τ' Αγια Κονίσματα και κρεμόμασταν σαν τα πουλιά απ' τα χείλη τους, για να «τρυγήσουμε» τα «πρωτινά τους» λόγια, που δεν ξεχνιόντουσαν γιατί ήταν «λόγια θεϊκά».
Οι πρώτες εμπειρίες και η αρχή της διαμόρφωσης του χαρακτήρα μας και της «στάσης ζωής» μετέπειτα, άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, με τα παραμύθια, τις παροιμίες και τις διηγήσεις, πλάι στην «παραστιά», στις μεγάλες νύχτες του χειμώνα, με το αμυδρό φως της μικρής λάμπας να τρεμοπαίζει μέσα στο μισοσκόταδο και ο παππούς ανάσερνε με τον «ζντράφτο» τη στάχτη, σκαλίζοντας, θαρρείς και βγάζοντας γλυκές και τραγικές θύμισες.
Οι φλόγες της θράκας, αναγλωσσίζονταν, χορεύοντας για να θαρρύνουν λες το μελιχρό φως, που όμως εκείνο έμενε ατάραχο στη μεγαλοσύνη του, γιατί ήξερε πως έτσι, με το δικό του φως σκορπά το ριγηλό μαγικό του δέος στις άπλαστες ψυχές μας, που γύρευαν και που μεγάλωναν με το μυστήριο...
Η αγάπη για τα παραμύθια, τις παροιμίες κ.λπ. φουντώνει, όσο μεγαλώνουν και τα αδιέξοδα και οι ζάλες της ζωής, προσπαθώντας έτσι να ξεκουράσουν για λίγο το μυαλό και την ψυχή, μέσα σ' έναν ανθόκηπο με ροδιές, συκιές, αχλαδιές κ.λπ. ή κάτω από μια γέρικη μουριά, ή στο κατώφλι της αυλόπορτας με τ' αγιόκλημα, στις φεγγαρόλουστες νύχτες του καλοκαιριού, που οι καλόγνωμες γειτόνισσες, ανιστορούν παλιές θύμισες, μιλάνε για την κούραση της μέρας και λογιάζουν τις αυριανές νοικοκυροσύνες.
Κι η αγάπη αυτή, γίνεται λατρεία στο πατητήρι, που οι νέοι και οι νέες, πατάνε χορευτά το ρουμπινοστάφυλο, τραγουδώντας τραγούδια της λευτεριάς, της αντρειοσύνης και της ομορφιάς.
Μια λατρεία, που ύστερα απ' το γονικό σπίτι, θα βγει στο λιοτριβιό, με τη μαστόρεψη της υπομονής που θέλει το λάδι για να βγει. Θα σταθεί στη λαύρα τ' αλωνιού που ξεκαρπίζει το βλογημένο ψωμί. Θα πάει στ' αμπέλι με τα θεϊκά κλήματα και τα ερωτικά τραγούδια του τρύγου. Στο όμορφο περβόλι μας, με τις ντοματιές τις μελιτζανιές και τις πανύψηλες φασολιές στηριγμένες στις «φασουλόκλαρες», κι όλα αυτά βαλμένα στη σειρά κατά μήκος των βραγιών σαν στρατός πρασινοφορεμένος, που ξεχωρίζουν απ' τα χρώματα των καρπών το είδος του φυτού. Ενώ στις άκρες σαν αξιωματικοί - παρατηρητές στέκουν αχλαδιές, ροδιές, κερασιές, συκιές και άλλα οπωροφόρα δέντρα. Και τ' αηδόνια καθώς κι άλλα πετούμενα στέκουν στους κλώνους των δέντρων σαν αγγελιοφόροι έτοιμοι να μεταδώσουν τα μηνύματα των αρχηγών.
Όλ' αυτά και πολλά άλλα, μετά το τελείωμα του κάματου, μέσα στο Ιερό Πατρικό μας σπίτι γίνονταν, παραμύθια, παροιμίες, διηγήσεις. Μια άγραφη ιερή φυλλάδα και συναξάρι πλάι στα «κονίσματα», μέσα στη χιλιόδιπλη ανθρώπινη ψυχή μας, μέσα στα σκοτεινά λαγούμια του νου μας.
Γιατί όλα αυτά τα παραμύθια και οι παροιμίες που προέρχονται χωρίς επεξεργασία απ' τα πρωτινά, τα παλαιϊνά λόγια, των «Αγίων» της παιδικής μας ηλικίας (παππούδων, γιαγιάδων και γονιών), είναι το καταστάλαγμα πείρας, η αποσταγμένη σοφία χιλιάδων αιώνων, λαμπικαρισμένη μέσ' από το χωνευτήρι χώρου, χρόνου, ύλης, ιδέας, καρδιάς, ψυχής, κορμιού, λαών, γενεών και πολιτισμών της οικουμένης.