Οι φορεσιές, εκτός από τον πρακτικό σκοπό της χρήσης τους, όπως η προφύλαξη του σώματος από το ψύχος κ.λ.π., χρησιμοποιείτο και ως διακριτικό γνώρισμα του φύλλου, (άνδρας, γυναίκα) της ηλικίας, (παιδί, ενήλικος, γέροντας) της κοινωνικής τάξης, (πλούσιοι, φτωχοί) του επαγγέλματος (κληρικού, γεωργού, κτηνοτρόφου κ.λ.π.).
Η δε ποικιλία της φορεσιάς εξαρτιόταν από την υπάρχουσα οικονομική κατάσταση κατά τόπο, τα διάφορα είδη υφασμάτων που παράγονταν στην περιοχή (μάλλινα, λινά,, βαμβακερά, μεταξωτά κ.λ.π.) αλλά και την επικοινωνία, εμπορική ως και πολιτιστική που υπήρχε με άλλους τόπους.
Στην περιοχή μας όμως, κυρίως στηριζόταν στην τοπική οικονομία και για την κατασκευή και διακόσμηση του ενδύματος, γινόταν χρήση εγχωρίων υφαντικών υλών για την κατασκευή από κάθε οικογένεια του αναγκαιούντος υφάσματος.
Οι περιπτώσεις ανταλλαγής και εισαγωγής άλλων ειδών ρουχισμού, από άλλες περιοχές ήταν πολύ δύσκολες, γιατί η επικοινωνία ήταν αραιή λόγω έλλειψης συγκοινωνιακών μέσων, αλλά και οδικού δικτύου.
Οι στολές της Στενής
Οι στολές ήταν δύο ειδών. Οι επίσημες και οι καθημερινές. Επίσημα ρούχα έφτιαχναν μία φορά και τα είχαν σχεδόν για όλη τους τη ζωή. Τα ανδρικά ρούχα, τα έφτιαχναν επιδέξιοι ράφτες, τα γυναικεία επιδέξιες ράφτρες, μιας και τα ήθη της εποχής επέβαλαν να ράβονται μόνο από άτομα του ιδίου φύλλου. Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό κι από εκεί κι ύστερα αναλάμβαναν οι μαστόροι. Τα επίσημα ρούχα ήταν από καλό ύφασμα, κάποιες φορές και αγοραστά, γεμάτα κεντίδια. Τα φόραγαν μόνο σε επίσημες εκδηλώσεις, όπως σε γάμους, σε πανηγύρια, σε γιορτές. Τα καθημερινά ρούχα ήταν απλά και άνετα για να τους διευκολύνουν στις δουλειές τους. Επειδή δεν απαιτούσαν μεγάλη επιδεξιότητα, πολλές γυναίκες τα έφτιαχναν μόνες τους.
Το ύφασμα
Με πολύ κόπο, όπως και σε όλες τις δραστηριότητες τότε, οι παλιοί κάτοικοι της Στενής έφτιαχναν τα ρούχα τους. Και τα πήγαιναν στους ράφτες. Το ύφασμα έπρεπε να το υφάνουν μόνες τους οι γυναίκες στον αργαλειό.
Πολύτιμο κι απαραίτητο το μαλλί των προβάτων, ενώ για κάποια βαριά ρούχα, όπως οι πατατούκες, οι καπότες κ.λ.π. χρήσιμη ήταν η γίδινη ή η τραγίσια τρίχα.
Κατ' αρχάς ήταν το κούρεμα των προβάτων με το πρατοψάλιδο (προβατοψάλιδο). Πριν από το καλοκαίρι και για να μην ζεσταίνονται τα πρόβατα, οι τσοπαναραίοι, αλλά και αυτοί που τα είχαν οικόσιτα τα κούρευαν. Δεύτερο στάδιο το βράσιμο των μαλλιών για να φύγει η σαριά(βρώμα) και μετά το ξέβγαλμα στο ποτάμι.
Ακολουθούσε το λανάρισμα με τις δύο λανάρες. Η μία έμπαινε ανάμεσα στα πόδια σφιχτά και με την άλλη τράβαγαν. Μόλις τα λανάριζαν, τα έφτιαχναν τουλούπες και τα έγνεθαν. Ακολουθούσε το μάζεμα στα γόνατα και η ανέμη. Τα έκαναν μασούρια και τα πήγαιναν στον αργαλειό.
Ανδρική φορεσιά
Οι ράφτες
Στη Στενή πολλοί ήταν οι ράφτες που ήρθαν και από άλλα μέρη της Ελλάδας, όταν αυτά τα μέρη ήταν ακόμα υποδουλωμένα στους Τούρκους. Λογικό είναι αυτοί οι τεχνίτες να ράβουν με τον ίδιο τρόπο που έραβαν στον τόπο τους, οπότε είναι πολύ δύσκολο σήμερα να ξεχωρίσουμε, ποια ρούχα ήταν τα αυθεντικά Σκουντεριώτικα και τις αλλαγές στο ντύσιμο που έφεραν οι μαστόροι που ήρθαν. Ο Αθανάσιος Κορώνης έφτιαχνε φουστανέλες.
Ξεκίνησε από το Βουνέτσι της Καρδίτσας, πέρασε με βάρκα από την Γλυφά και ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Στενή. Ο Τζώλης ήταν ράφτης στα Γιάννενα, σκότωσε δύο τούρκους στρατιώτες οι οποίοι πήγαν να κλέψουν την αδερφή του για λογαριασμό του Πασά και μόλις που πρόλαβε να σωθεί από τους τούρκους, ώσπου να εγκατασταθεί στη Στενή. Λίγο πριν το 1900 ονομαστός ράφτης ειδικά στις πατατούκες ήταν ο Αθανάσιος Ντούρμας (Μανταλός). Με το άλογο του, φορτωμένο με το κασελάκι που είχε τα εργαλεία του, γύρναγε τα χωριά της περιφέρειας και έφτιαχνε ρούχα. Στα σπίτια έμενε ώσπου να τελειώσει τη δουλειά. Η πληρωμή αυτών των μαστόρων, συνήθως ήταν σε είδος. Τυρί, μαλλιά, στάρι κ.λ.π.
Αλλοι ραφτάδες ήταν ο Ντούρμας Αριστείδης (Αριστδάνας), ο Ζέρβας Ιωάννης (Μπάλιος), και ο Δημήτρης Καλαμαράς.
Η επίσημη φορεσιά
Φστανέλα (Φουστανέλα). Επίσημη φορεσιά. Φτιαγμένη με χασέ αγοραστό ύφασμα. Αποτελείται από σαράντα (40) έως και τετρακόσια (400) κομμάτια τριγωνικό ύφασμα (φύλλα) και ήταν όλη ραμμένη στο χέρι. Μια συνηθισμένη φουστανέλα είχε από 40-45 φύλλα. Τα τριγωνικά κομμάτια υφάσματος είχαν πλάτος 15 εκατοστά κάτω και 3-4 εκατοστά πάνω. Όσο πιο στενά ήταν πάνω στο μέρος που έπιανε η φακαρόλα, τόσο πιο φουντωτή ήτανε. Ανάλογα με τον αριθμό των κομματιών του υφάσματος που είχε επάνω, ήταν και το βάρος της, Ανάλογα με την ηλικία ήταν και το ύψος της φουστανέλας. Οι νέοι φόραγαν την κοντή και οι ηλικιωμένοι την μακρύτερη.
Το ζνάρ (ζωνάρι). Κόκκινο ύφασμα που το έδεναν γύρω από τη φακαρόλα.
Πουκάμισο. Λευκό βαμβακερό ύφασμα, κοντό ως τη μέση και με πλατιά μανίκια.
Κάλυμμα κεφαλής. Για το κεφάλι είχαν το φέσι, (κόκκινος σκούφος με μαύρη φούντα) αλλά το πιο συνηθισμένο ήταν ο Κούκος, που ήταν ένας μαύρος σκούφος. Ο καθημερινός ήταν από τσόχα και ο επίσημος (ο γιορτινός) από βελούδο.
Φέρμιλ' (φέρμελη). Σταυρωτό με ψευτομάνικα, κεντημένο. Παλαιότερα τα μανίκια δεν ήταν μόνο για φιγούρα, ήταν και λειτουργικά. Όταν κρύωναν έβαζαν μέσα τα χέρια τους.
Κάλτσες. Ήταν άσπρες, υφαντές ή πλεκτές, πολύ μακριές και έφταναν έως επάνω και πολλές φορές ενώνονταν και έπαιρναν το σχήμα του σημερινού κολάν ή καλτσόν. Κάτω από την πατούσα υπήρχε μια λεπτή υφασμάτινη λουρίδα. Τις έδεναν κάτω από το γόνατο, με τις γονατάρες, οι οποίες στο ένα άκρο είχαν δύο μαύρες φούντες και στο άλλο μια θηλιά μέσα από την οποία περνούσαν οι φούντες κατά το δέσιμο.
Η καθημερινή φορεσιά
Πκαμίσα (Πουκαμίσα). Βαμβακερό, υφαντό, παλαιότερα άσπρο και μεταγενέστερα συνήθως μπλε με λίγο κόκκινο, από το λουλάκι που το έβαφαν. Στενό επάνω στο στήθος, άνοιγε προς τα κάτω και γινόταν σαν φουστανέλα. Έφτανε έως τα γόνατα. Γύρω από το άνοιγμα του στήθους, που έφτανε ως τη μέση, έβαζαν πολλά γαζιά για να το στενέψουν. Σο λαιμό δεν είχε γιακά αλλά γουρζέρα (φάσα). Τα μανίκια ήταν φαρδιά ή στενά και κούμπωναν.
Πανοκόρμι. Υφαντό, περίπου σαν την πουκαμίσα, αλλά λίγο κοντύτερο με κουμπιά μέχρι τη μέση του στήθους, σε χρώμα λευκό με μπλε και σπανίως με κόκκινες ρίγες.
Πανωβράκ', (Πανωβράκι). Το πανωβράκι ήρθε να αντικαταστήσει το μπουντούρι. Κοντό παντελόνι το οποίο φόραγαν μαζί με κάλτσες. Το πανωβράκι ήταν υφαντό μάλλινο ύφασμα, στο κάτω αλλά με μεγάλο άνοιγμα επάνω (σέλα) για να είναι πρακτικό στο περπάτημα και στις δουλειές που έκαναν.
Το σταυρωτό. Το βάζανε πάνω από την πουκαμίσα. Από ψιλό μάλλινο ύφασμα για να μην είναι πολύ βαρύ. Δεν είχε μανίκια και κούμπωνε μπροστά με κουμπιά.
Πατατούκα. Βαρύ μάλλινο πανωφόρι για τα βαριά κρύα του χειμώνα. Μάλλινο προβατίσιο ή τραγίσιο ύφασμα, το οποίο είχε περαστεί από το μαντάνι για να πυκνώσει.
Βρακί. Το εσώρουχο για το κάτω μέρος του σώματος. Μακρύ έως τον αστράγαλο με κορδόνια στον πάτο. Βαμβακερό άσπρο ύφασμα.
Φανέλα. Μάλλινο εσώρουχο για το επάνω μέρος του σώματος, το οποίο ήταν συνήθως πλεκτό, αλλά υπήρχαν και υφαντά.
Κοντοτσούραπα. Κάλτσες μάλλινες πλεγμένες στο χέρι.
Η γυναικεία φορεσιά
Οι ράφτρες.
Για μια πουκαμίσα, η τιμή ήταν 25 οκάδες τυρί. Τυρί, μαλλιά, σταφύλια, σιτάρι και κάποιες άλλες φορές χρήματα ήταν η πληρωμή για τη δουλειά που έκαναν οι ράφτρες. Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό και κάποια ρούχα που δεν μπορούσαν να τα φτιάξουν μόνες τους τα πήγαιναν στις μαστόρες (ράφτρες). Πουκάμισα, μπόλκες, σεγκούνες, κοντοτσίπουνα και ότι άλλο που αφορούσε την ένδυση.
«Η Στουλή (στολή) η γκιργκιφίσα»
Στη Στενή, γκιργκιφίσα, παλιά λέγανε την αρματισά (αρματωσιά) της επίσημης στολής. Αργότερα καθιερώθηκε για όλη την φορεσιά, όπως αλλού καθιερώθηκε η λέξη «τα σεγκούνια» από το ένα εξάρτημα της στολής.
Κεφαλόδεσμοι
Μπόλια. Μακρύ και φαρδύ ύφασμα με το οποίο τύλιγαν το κεφάλι και το υπόλοιπο έπεφτε στον ώμο. Στις άκρες είχε κεντήματα και κρόσσια.
Σάλπα. Μετάξινο σαν σημερινό κασκόλ. Ήταν πανάκριβο, γι' αυτό και το φόραγαν πολύ λίγες
Σαλβάρ (Σαλβάρι). Κόκκινο τσεμπέρι. Υφασμάτινη λουρίδα η οποία κάλυπτε τα μαλλιά, λίγο πάνω από την χωρίστρα και φοριόταν πρώτο στο κεφάλι.
Αργότερα χρησιμοποίησαν και τα μαντήλια τα οποία ήταν αγοραστά.
Τα ρούχα
Μσοφόρ (μεσοφόρι). Από άσπρο λεπτό, βαμβακερό (μίλινο) ύφασμα, το οποίο φορούσαν κατάσαρκα. Ήταν μακρύ και έφτανε έως τον αστράγαλο.
Πκάμσου (πουκάμισο). Έξω από το μεσοφόρι φόραγαν το πουκάμισο. Βαμβακερό ύφασμα κάτασπρο, μακρύ σαν ράσο, το οποίο έφτανε έως τον αστράγαλο. Ήταν ανοιχτό στο στήθος μέσα από το οποίο έμπαινε η τραχλιά (τραχηλιά).
Μακρυμάνικο. Ζακέτα υφαντή με σχέδια, πολύ κοντή, λίγο κάτω από το στήθος, μα μακριά και λίγο ανοικτά προς τα κάτω μανίκια.
Τραχλιά (τραχηλιά). Κομμάτι ύφασμα που το πέρναγαν στο λαιμό και σκέπαζε μόνο το στήθος. Ήταν όλο κεντητό.
Μπόλκα. Μπλούζα με κεντήματα στο γιακά και στα μπελετζίκια (μανσέτες). Πανωφόρι το οποίο έφτανε λίγο κάτω από τη μέση.
Κοντοτσίπουνο. Γιλέκο. Ασπρο βαμβακερό ύφασμα με τα μανίκια κεντημένα από βελούδο. Δεν είχε κουμπιά και ήταν ανοιχτή στο μπροστινό μέρος.
Σεγκούνα. Οι επίσημες σεγκούνες της Στενής ήταν μαύρες. Οι κόκκινες ήταν καθημερινές. Γίνεται από τσούκνα άσπρη. Σε άσπρο ύφασμα κεντημένα μαύρα βελούδινα σχέδια.
Ποδιά. Βελούδο. Κοντή και στρογγυλή ή τετράγωνη από κάτω, ολοκέντητη με μεγάλη τέχνη και γύρω-γύρω κίτρινα κρόσσια.
Προπόδια. Ασπρες κεντητές κάλτσες χωρίς πατούσα, σκέπαζαν μόνο το πάνω μέρος του ποδιού, με γλώσσα και λουρίδα στην καμπύλη για να στεργιώνουν.
Τα γκιργκιφίσα
Ζγατσούδ' ή κόπτσα. Μια αγκράφα με πέντε αλυσίδες, που κουμπώνουν εμπρός στο κέντρο του στήθους. Οι αλυσίδες φτάνουν και κλειδώνουν στο πλάι ή πίσω.
Τοκάρια. Έπιαναν τη σεγκούνα με τα τοκάρια στη μέση για να μην ανοίγει. Τα κάλυπταν τα ζγατζούδια. Μερικοί τα τοκάρια τα λέγανε και κλειδωτήρια.
Ασμογιόρντανο (ασημογιόρντανο). Ασημένιο γιορντάνι στο λαιμό.
Μασαλάς. Κάτω από τον λαιμό έβαζαν τον μασαλά. Μια κόκκινη κορδέλα, που πέρναγαν στο λαιμό και περνούσαν σε αυτή τρύπια νομίσματα Αργότερα ο μασαλάς έγινε ασημένιος. Μεταγενέστερα έβαζαν τα φλουριά.
Τα καθημερινά ρούχα της Στενιώτισας
Τα καθημερινά ρούχα ήταν υπερβολικά απλά. Ένα απλό φουστάνι με φραμπαλά ή νωρίτερα ένα απλό πουκάμισο χωρίς κεντίδια. Μια απλή μπόλκα ή κάποιες φορές μια κόκκινη σεγκούνα και μια απλή ποδιά χωρίς κανένα σχέδιο επάνω.
Οι φραγκοράφτες.
Από το μεσοπόλεμο και μετά άρχισαν να καθιερώνονται οι φραγκοράφτες. Δηλαδή αυτοί που έφτιαχναν τα φράγκικα ρούχα.
Πρώτος φραγκοράφτης στη Στενή ήταν ο Δημήτριος Κυράνας.