Δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος πάνω από τα 50 ακόμα και νεότερης ηλικίας από τη Στενή και τα γύρω χωριά που να μην έχει ακουστά για το Μηλόγιαννη.
Ήταν ένας άνθρωπος θυμόσοφος που μας άφησε πολλές παροιμίες και γνωμικά που ακόμα μνημονεύονται από τους γεροντότερους.
Η προσωνυμία του Μηλόγιαννης προήλθε από το βαφτιστικό του όνομα και από το όνομα της μάνας του που την έλεγαν Μηλιά. Το σπίτι του ήταν στην άκρη στο Αλωνάκι που σήμερα είναι ιδιοκτησία των κληρονόμων του Γιώργου Εμμανουήλ.
Προτού όμως αναφερθούμε στο Μηλόγιαννη θα αρχίσουμε συνοπτικά από τον παππού του τον Γιάννο ή Λεβεντόγιαννο.
Ο Γιάννος ήταν έφηβος και τσελιγγόπουλο όταν σήμανε η σάλπιγγα της εθνικής παλιγγενεσίας. Παράτησε το κοπάδι του πατέρα του και αφοσιώθηκε στον αγώνα πολεμώντας με τον Αγγελή Γοβιό στα Βρυσάκια και με τον Κριεζώτη στην Εύβοια την Αττική και τη Στερεά και με το καριοφίλι του και την παληκαριά του κέρδισε επάξια στα πεδία των μαχών τον τίτλο του καπετάνιου. Είχε λάβει μέρος σε πολύ επικίνδυνες αποστολές και μια από αυτές ήταν όταν ανταποκρίθηκε στην έκκληση του Καραϊσκάκη από το στρατόπεδο της Ελευσίνας μαζί με άλλα διαλεχτά παλικάρια να σπάσουν τον τουρκικό κλοιό και να ανέβουν στην ακρόπολη που κινδύνευε από τα στρατεύματα του Κιουταχή.
Ήταν μια παράτολμη και ριψοκίνδυνη ενέργεια γιατί εκτός του ότι θα έπρεπε να περάσουν ανάμεσα από μιλιούνια Τούρκους, ήταν φορτωμένοι με τρόφιμα και πολεμοφόδια για να ενισχύσουν τους πολιορκούμενους.
Τελείωσε ο πόλεμος ελευθερώθηκε η Ελλάδα και ο Γιάννος θεωρώντας ότι έπραξε το καθήκον του προς την πατρίδα γύρισε στο χωριό χωρίς να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα. Όμως και το κράτος και η κοινωνία τον τίμησαν. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος αναγνωρίζοντας την προσφορά του στον αγώνα του απένειμε τον τιμητικό βαθμό του λοχαγού της φάλαγγας και η τοπική κοινωνία του πρόσθεσε το επίθετο λεβέντης μπροστά από το βαφτιστικό του όνομα και τον προσφωνούσε Λεβεντόγιαννο.
Δούλεψε με εργατικότητα και σωφροσύνη και αβγάτισε την περιουσία που βρήκε από τον πατέρα του μέχρι που έφυγε από τη ζωή και το κοπάδι το ανέλαβε ο γιος του ο Δήμος, ο πατέρας του Μηλόγιαννη.
Ο Δήμος κληρονόμησε από τον πατέρα του την εργατικότητα, όχι όμως και τη σωφροσύνη και το σπουδαιότερο δεν άκουγε τις γνώμες και τις συμβουλές των γεροντότερων. Κι αυτό του στοίχισε την περιουσία του και τη ζωή του.
Μια χρονιά ξεγελασμένος από τον καιρό δεν κατέβασε το κοπάδι στο χειμαδιό του Αϊδημητρίτη και το άφησε στα βουνά μέχρι τα μέσα του σποριά. Και δεν άργησε να γίνει το κακό. Μια νύχτα έπιασε παγωνιά και το χιόνι σκέπασε τα πάντα. Έτρεξε ο Δήμος και όλο το χωριό αλλά ήταν πια αργά. Όλα τα πρόβατα είχαν κοκαλώσει. Δεν το άντεξε αυτό και προτού συμπληρωθεί χρόνος πέθανε από τον καϋμό του. Και έμεινε παιδί ακόμα ορφανός ο Μηλόγιαννης με τη μάνα του τη Μηλιά και την αδελφή του την Αννα (Αννιώ).
Παράτησε το ελληνικό σχολείο και ρίχτηκε νωρίς στη βιοπάλη και με τον καιρό απόκτησε ένα μικρό κοπάδι με καμιά δεκαριά γίδες και όταν του έμενε καιρός μάζευε τσάι, ρίγανη και διάφορα άλλα βότανα από το δάσος και τα έδινε σε μετοχιάτες εμπόρους που πήγαιναν στην Αθήνα και έπαιρνε το ανάλογο. Επίσης με το κυνήγι και με κάτι υφαντά που ξενοϋφαιναν η μάνα του και η αδελφή του πορευόντουσαν στη ζωή. Εκεί σταμάτησε και τις επαγγελματικές του ασχολίες, γιατί δεν τον ενδιέφερε το πολύ βιος, είχε άλλα ενδιαφέροντα για τη ζωή.
Πέθανε και η μάνα τους η Μηλιά και τα δυο αδέλφια ο Μηλόγιαννης και η Αννιώ ακολούθησαν το μοναχικό δρόμο στη ζωή και δεν παντρεύτηκαν.
Η Αννιώ μπορεί η ίδια να μην παντρεύτηκε αλλά είχε όμως παντρέψει αρκετούς από την περιοχή μας. Πολλοί γονείς την έβαζαν προξενήτρα για να παντρέψουν τα παιδιά τους, αλλά και η ίδια έκρινε ποιοι νέοι ταιριάζουν για αντρόγυνο και μεσολαβούσε στους γονείς τους να τους παντρέψουν. Θα πρέπει να γνωρίζουν αρκετοί Στενιώτες αλλά και από τα γύρω χωριά κάποιας περασμένης ηλικίας, ότι την ύπαρξή τους την χρωστάνε στην Αννιώ που πάντρεψε τους γονείς τους.
Ο Μηλόγιαννης δεν παντρεύτηκε γιατί ήταν ερωτευμένος με το δάσος. Από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο με την αντοχή την ωκυποδίαν και την σβελτάδα που τον διέκρινε γύρναγε όλο το δάσος κάθε πρωί και καλημέριζε τα έλατα και τα άλλα δέντρα και αυτά του ανταπόδιδαν το χαιρετισμό με το θρόισμά τους.
Γνώριζε όλες τις τοποθεσίες με τα ονόματά τους ακόμα και τις πιο απομακρυσμένες και με κάθε λεπτομέρεια την ποικιλίαν όλων των φυτών και των λουλουδιών του δάσους.
Στον Μηλόγιαννη κατέφευγαν διάφοροι νεαροί επιστήμονες, δασολόγοι, βοτανολόγοι, εντομολόγοι κ.λ.π. αλλά και περιηγητές και ορειβάτες να τους ξεναγήσει στο δάσος, κι αυτός πάντα πρόθυμος τους συνόδευε και τους ενημέρωνε για τις πηγές, τις σπηλιές, τους σταλακτίτες και γενικά για την πανίδα του δάσους, αλλά και ο ίδιος άκουγε με ενδιαφέρον τις συζητήσεις για να ενημερωθεί από τις θεωρητικές τους γνώσεις.
Εκτός όμως από τακτικός επισκέπτης και φίλος ήταν φύλακας και προστάτης του δάσους. Συμβούλευε και μάλωνε τους λαθροϋλοτόμους και τους γιδάρηδες και περιόριζε όσο μπορούσε περισσότερο τις ζημιές. Απόπαιρνε όμως και τους δασοφύλακες παρά το σεβασμό που είχε προς τις αρχές όταν του ζητούσαν να τους καταδώσει και τους έλεγε ορθά κοφτά: Κάντε εσείς τη δουλειά σας και εγώ τη δουλειά μου και μη μου ματαπείτε να κάνω προδοσίες.
Και όταν έπιανε πυρκαγιά στο δάσος έπεφτε σαν θεριό μέσα στη φωτιά, καιγότανε η φουστανέλα και τα μουστάκια του, τσουρουφλιζότανε στο πρόσωπο, ακόμα κινδύνευε και η ζωή του, αλλά πάντα κατάφερνε να την αναχαιτίσει και να την περιορίσει γλυτώνοντας το δάσος από την καταστροφή.
Την προσφορά του προς το δάσος την είχαν αναγνωρίσει όλοι οι κάτοικοι και όταν αποφασίστηκε η διανομή των καστανομερίδων, η κοινότητα και η επιτροπή για να τον τιμήσουν πρότειναν να μην μπει ο Μηλόγιαννης στην κλήρωση αλλά να διαλέξει ο ίδιος τη μερίδα που επιθυμούσε. Διάλεξε την πιο απομακρυσμένη καστανομερίδα κοντά στου κοντοδεσπότη τη βρύση που δεν θα την ήθελε κανένας. Δεν τον ενδιέφερε που ήταν αλάργα, γιατί ήθελε να διασχίζει όλη την περιοχή και να μπορεί να αγναντεύει παντού αφού έτσι κι αλλιώς όλο το δάσος ήταν δικό του.
Η αγάπη και η ενασχόλησή του με το δάσος δεν του είχαν περιορίσει την κοινωνικότητά ούτε του είχαν αποκόψει την επαφή με τους συγχωριανούς του και αρκετές φορές, περισσότερο δε το χειμώνα, πήγαινε στα καφενεία της πλατείας. Κατηφόριζε από το Αλωνάκι προς το χοροστάσι, με τον αέρα που του χάριζαν η κορμοστασιά, η φουστανέλα αλλά και η καταγωγή του σαν απόγονος αγωνιστών του 21. Πάντα κουβαλούσε μαζί του το ταγάρι που μέσα στο πισκίρι είχε τυλιγμένο ζεστό ψωμί, φρέσκο τυρί, κάστανα, καρύδια και αν είχε βγει στο κυνήγι και καμιά μπεκάτσα και καθισμένοι γύρω από τη σόμπα πίνοντας το τσάι του βουνού, το ρεβυθένιο καφέ ή και καμιά κούπα κρασί, αυτοί οι αγράμματοι πρόγονοί μας συζητούσαν παλιές ιστορίες για τη ζωή, για τον καιρό, για τα γεννήματα και πολλές άλλες μεστές περιεχομένου κουβέντες σε αντίθεση με μας τους γραμματιζούμενους που ασχολούμαστε με τις ίντριγγες των κομμάτων, με τα τηλεσκουπίδια της τηλεόρασης, με το ποιος κέρδισε ή έχασε στο τόπι και πολλές άλλες ανούσιες συζητήσεις.
Στις συζητήσεις αυτές πάντα πρωτοστατούσε ο Μηλόγιαννης και όλοι ήθελαν να τον συμβουλευτούν και να ακούσουν τις ορμήνιες του, εκτιμώντας τις γνώσεις και την ευθυκρισία του, γιατί ήταν ένα άτομο με προσωπικότητα ή όπως έλεγαν οι παλιοί ήταν 'ρωτάμενο' πρόσωπο. Επίσης τον διέκρινε και η αίσθηση του χιούμορ και αδυναμία είχε με τους κυνηγούς που μερικές φορές παριστάνοντας τον αφελή τους παρέσυρε να διηγούνται κυνηγετικά ψευτοκατορθώματα και μετά τους ξεσκέπαζε προκαλώντας τη θυμηδία στους θαμώνες.
Γι' αυτό όμως που έμεινε στη θύμησή μας ο Μηλόγιαννης ήταν τα γνωμικά και οι παροιμίες του και θα αναφέρουμε μερικά συγκρίνοντάς τα με τα ρητά των αρχαίων μας προγόνων.
1) - Αν ένας σε γελάσει μια φορά είναι ντροπή δική του. Αν όμως σε γελάσει και δεύτερη φορά είναι ντροπή δική σου, έλεγε ο Μηλόγιαννης.
- Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, έλεγαν οι αρχαίοι.
2) - Το περίσσιο χαλάει το ίσιο, έλεγε ο Μηλόγιαννης.
- Παν μέτρον άριστον, έλεγαν οι αρχαίοι.
3) - Όποιος λέει και ξελέει να τον λυπάσαι, έλεγε ο Μηλόγιαννης.
- Όστις τον λόγον ου τηρεί, ανήρ φαύλος εστί, έλεγαν οι αρχαίοι.
4) Πρώτα να σκοπεύεις και μετά να δουλεύεις, έλεγε ο Μηλόγιαννης.
- Σκέψου βραδέως και εκτέλει ταχέως τα δέοντα, έλεγαν οι αρχαίοι.
Αυτά και πολλά άλλα γνωμικά είχε πει ο Μηλόγιαννης ίδια ακριβώς με τα ρητά των σοφών της αρχαιότητας κι ας μη γνώριζε την ύπαρξή τους, αφού οι γραμματικές του γνώσεις έφταναν μέχρι την ανάγνωση και τη γραφή.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και έφυγε από τη ζωή ο Μηλόγιαννης, μας άφησε όμως κληρονομιά και παρακαταθήκη τα γνωμικά και τις παροιμίες του.
Μικρά παιδιά ακόμα όταν τύχαινε να είμαστε κοντά σε παρέες ηλικιωμένων που συζητούσαν και ακούγαμε κάποιον να λέει φωναχτά «Αυτό το είχε πει ο Μλόϊανς» που σήμαινε αποδοχή, δηλαδή κάτι που δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί.
Τελειώνοντας και για πληρέστερη ενημέρωση θα αναφερθούμε συνοπτικά με λίγα λόγια και για τους απογόνους του Μηλόγιαννη. Όπως προαναφέραμε ο Μηλόγιαννης δεν παντρεύτηκε, είχε πάρει όμως ψυχογιό τον Γιώργο Εμμανούλη που ο πατέρας του ήταν από τη Βλαχιά και εγκαταστάθηκε στη Στενή δουλεύοντας πιστικός στα Κουτσουνέικα κοπάδια και η μάνα του στενιώτισσα, συγγενής του Μηλόγιαννη. Παντρεύτηκε την Παρασκευή Μαστρογιάννη (Λάδα) και έκανε τρία παιδιά. Τον Τάσο γνωστό δικηγόρο της Χαλκίδας, τη Βασιλική (Κούλα) παντρεμένη στην Ερέτρια και το Γιάννη που τούδωσε το όνομα του θετού του πατέρα, το γνωστό επιχειρηματία και ηθοποιό.
Κώστας Γιαννούκος