Στη βράση της η προκυμαία της Χαλκίδας τις νυχτερινές ώρες. Πήχτρα τα κέντρα. Ψάρια και οστρακοειδή στις προθήκες. Η κνίσσα τους στην ατμόσφαιρα. Κάτω από ροδοδάφνες ο περίπατος. Σε πυκνά κύματα η νεότητα. Καθώς απαγορεύεται η διέλευση τροχοφόρων, χωρίς τροχαίους περιορισμούς κάνετε από το κατάστρωμα τον περίπατό σας. Από τις ωραιότερες κορνίς.
Σκύβει ακόμα ο Εύριπος στην ακτή αναζητώντας το μυστικό των ρευμάτων του πορθμού που πήρε τ' όνομά του.
Μίνι, μάξι, πανταλόνια. Ξενοδοχείο κλάσεως. Η εκβιομηχάνιση δίνει στην πόλη το χρώμα, το σχήμα και τον παλμό της.
Στόχος μας όμως είναι η Στενή. Αγνωστη στους περισσότερους Αθηναίους. Εδώ καλά - καλά δεν ξέρουμε την Πάρνηθα που την έχουμε κορόνα στο κεφάλι. Πού να ξέρουμε τη Στενή χωμένη στις πλαγιές της Δίρφυς; Νωπό σχετικό απόκτημα. Δεκαπέντε χρόνια από τότε που ένας προοδευτικός και ανήσυχος γιατρός, ο Βασίλης Καρλατήρας, γεννημένος στην περιοχή, έχτισε κι εμπιστεύθηκε σε καλά χέρια, στον ένα από τους γυιους του το «Δίρφυς», πρώτη τουριστική παρουσία του χωριού. Ακολούθησε δεύτερο ξενοδοχείο, το «Στενή». Μια προτομή, μια τουλάχιστον οδός θα ήταν η εκδήλωση ευγνωμοσύνης που του οφείλεται.
Σε απόσταση 31 χιλιομέτρων από τη Χαλκίδα, η Στενή. Όσο και η Πάρνηθα. Ασύγκριτα όμως πυκνότερη η συγκοινωνία. Κάπου στα 450 το υψόμετρο. Ορνιθοπόλεις κατά τη διαδρομή. Η πιο ορνιθοπαραγωγός περιφέρεια της χώρας. Καθώς φωτίζονται τη νύχτα τα ορνιθοτροφεία, έχετε την εντύπωση ότι διασχίζετε κανένα από τους πυκνοκατοικημένους οικισμούς μας.
Αλλος κόσμος, άλλο κλίμα όταν φτάσετε στη Στενή. Δεν συναντάτε εύκολα τέτοια ποικιλία και τόση πυκνότητα πρασίνου. Μια κιβωτός του Νώε με όλα τα δείγματα του φυτικού πλούτου. Δεν είναι η μονοτονία του πεύκου ή του έλατου. Και αυτά και όλα τα άλλα. Επιβλητικός στην απαλότητα του ηγεμόνας ο πλάτανος, καθώς δροσίζει τα πόδια του στα νερά, υπόσχεται στο διαβάτη τη δροσερή του ανάσα.
Απ' αυτόν και πέρα, προχωρείτε και μετράτε ποικιλίες. Η καστανιά σε πρώτο πλάνο. Προς τα πάνω, σε στάση εκστάσεως τα τσαμπιά της ανθίσεώς της. Καρυδιές με τον καρπό φυλαγμένο στο πράσινο περίβλημά του. Κερασιές και βυσσινιές σας προτείνουν τα κόκκινα χείλη τους. Φορτωμένες οι μηλιές. Οι βερυκοκιές έχουν κρεμάσει φλουριά στα κλαδιά τους. Δεν πρόκειται να σας μαλώσει κανείς αν απλώσετε χέρι και γευθείτε τους χυμούς τους.
Αγιόκλημα αγκαλιάζει τους φράχτες. Έλατα και φτέρες σε αγαθή συμβίωση.
Τάπητας της γης το θυμάρι, το φλισκούρι, η μέντα, η ρίγανη, το τσάι του βουνού, αθόρυβοι προλετάριοι, γεννημένοι για να πατιούνται, δίνουν με την ευωδιά σημεία της υπάρξεώς τους.
Όσο ανηφορίζετε προς το καταφύγιο του ορειβατικού, τόσο ο αέρας γίνεται πιο αρωματικός. Στις πτυχές της κορυφής του το βουνό κρατά ακόμα το λευκό χειμερινό του κάλυμμα. Σημεία στίξεως τα ποίμνια σκορπίζουν πάνω στο πράσινο κείμενο τις άσπρες τους τελείες. Χαιρετούν καθώς περνούν οι αγωγιάτες. Χαιρετισμός σε όλους τους τόνους. Σε ήχο βαρύ που δεν ενθαρρύνει τη συνέχεια, σε τόνο μειλίχιο, σε τόνο ερευνητικό που πηγαίνει γυρεύοντας διάλογο, με το από πού και πώς και πότε.
Μιλούμε όμως για πολλά και λησμονούμε το βασικό που είναι το υγρό στοιχείο. Πράσινο και νερό συνθέτουν τη Στενή. Μπορούσε τάχα να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο;
(Ένα άρθρο του Π. Παλαιολόγου, από την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» πριν τριάντα και πλέον χρόνια, από τη στήλη «Στο περιθώριο της ζωής»)