Όταν παίρνανε το λάδι απ' το λιοτρίβι, το βάζανε σε καζάνια και άλλα δοχεία, για λίγες μέρες, για να κατακαθίσει η μούργκα. Ύστερα, καθαρό πια, το έβαζαν στα δοχεία που θέλανε κι ήταν έτοιμο για χρήση.
Τη μούργκα τη βάζανε σε ένα καζάνι και ρίχνανε μάσα νερό (5-6 κιλά νερό, σε 15-20 κιλά μούργκα). Ανάβανε φωτιά και η μούργκα με το νερό άρχιζε να βράζει. Κατά τη διάρκεια του βρασμού, έβγαιναν στην επιφάνεια διάφορα «σαβούρια», ελιοκούκουτσα, φύλλα, ξυλαράκια και άλλα περιττά πράγματα, τα οποία τα μάζευαν με τον «κεψέ» και τα πετούσαν, ώστε να μείνει καθαρή η μούργκα (το ξαφρίζανε).
Ύστερα σβήνανε τη φωτιά και αφήνανε τη μούργκα να κρυώσει λίγο. Στη συνέχεια, με μια καραβάνα παίρνανε την καθαρή πια μούργκα και την μεταφέρανε σε άλλο καθαρό καζάνι. Αφού ρίχνανε νερό, στην ίδια περίπου αναλογία όπως στην αρχή, ανάβανε φωτιά και άρχιζε πάλι το βράσιμο.
Παράλληλα, σε ένα άλλο μικρό δοχείο βράζανε νερό και ρίχνανε μέσα λίγο - λίγο την ποτάσα (4-5 κιλά) ανακατεύοντας συνεχώς. Όταν τέλειωνε το ρίξιμο της ποτάσας και σχηματιζόταν το διάλυμα, το έριχναν λίγο - λίγο και προσεκτικά μέσα στο καζάνι με τη μούργκα και ανακατεύανε συνεχώς. Το άφηναν να βράσει για δύο - τρεις ώρες, ώσπου να δημιουργηθεί μια κρούστα παχύρρευστη, κάτι σαν παγωμένο λάδι ή σαν βούτυρο.