Το πρώτο καφενείο στην Κάτω Στενή, το είχε ανοίξει κάποιος Μωραΐτης.
Οι Κατωστενιώτες λοιπόν, είχαν την ευκαιρία να συγκεντρώνονται, να πίνουν το καφεδάκι τους, να παίζουν την ξερή, την κολτσίνα ή την πρέφα τους, να πίνουν το κρασάκι τους με στραγάλια ή στην καλύτερη περίπτωση με καμιά ρέγκα και ιδίως το χειμώνα, γύρω-γύρω απ' τη σόμπα να πιάνουν διάφορες συζητήσεις, μέχρι νάρθει η ώρα που θα πήγαιναν για ύπνο, να αναλάβουν δυνάμεις για την επόμενη κουραστική μέρα στα χωράφια, στις βοσκές και αλλού.
Μια μέρα, ο Γιαννάκης του Όθωνα και ο Γερο Αντωνάκης (Παπαϊωάννου), αφού παρήγγειλαν και ήπιαν, στο τέλος διαπίστωσαν ότι τα χρήματα που διέθεταν δεν ήταν αρκετά για να πληρώσουν το λογαριασμό. Συμφώνησαν λοιπόν με τον μαγαζάτορα και υποσχέθηκαν να πληρώσουν την επόμενη μέρα.
Όμως είχαν περάσει κάμποσες μέρες και οι φίλοι μας δεν είχαν περάσει από το μαγαζί.
Τότε ο Μωραΐτης, πήρε ένα τεμπεσίρι και έγραψε στο τζάμι της πόρτας, στην είσοδο του μαγαζιού, ότι ο ... τάδε και ο ...δείνα μου χρωστούν ... τόσα λεφτά.
Μόλις το πληροφορήθηκαν αυτό ο Γιαννάκης και ο Αντωνάκης, έτρεξαν να ζητήσουν το λόγο από τον Μωραΐτη και πες πες πες οξύνθηκαν τα πνεύματα και αρπάζουν ο Γιαννάκης και ο Αντωνάκης κάτι πέτρες που βρήκαν πρόχειρες και τάκαναν θρύψαλα τα τζάμια του Μωραΐτη.
Το αποτέλεσμα φαντάζομαι φυσικά, ήταν να πληρώσουν και τα χρωστούμενα, αλλά και τα σπασμένα τζάμια.
Από τότε, όποιος παραγγέλνει στο καφενείο ή ψωνίζει από το μπακάλικο βερεσέ, ο καταστηματάρχης του λέει, χαμογελώντας πονηρά.
Μη βιάζεσαι να μου τα φέρεις τα λεφτά, το πολύ-πολύ αν αργήσεις να με πληρώσεις θα σε γράψω στο τζάμι.