Του Γιάννη Μαγγούτα
Σήμερα θ' αναφερθώ στα ήθη και έθιμα του χωριού, που συνηθίζονται κατά τις μέρες του Τριωδίου και της Αποκριάς.
Το εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει όλες τις ακολουθίες, από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου έως το Μ. Σάββατο, ονομάζεται Τριώδιο.
Με το ίδιο όνομα όμως -δηλαδή Τριώδιο- αποκαλούμε και τις τρεις βδομάδες, από την Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου δηλαδή, που ανοίγει το Τριώδιο, έως την Καθαρή Δευτέρα.
Αποκριές, όμως χωρίς μασκαράδες δεν γίνεται...
Έτσι, τις τρεις βδομάδες του Τριωδίου, όλο το χωριό - όσοι ήθελαν, δηλαδή - μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, για να διασκεδάσουν και να ξεδώσουν λίγο, ντύνονταν με διάφορες στολές και μεταμφιέζονταν σε αξιωματικούς, πιερότους, αμαζόνες, ξωτικά, εξωγήινους και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Και προσπαθούσαν να βρουν κάτι πρωτότυπο, που θα εντυπωσίαζε περισσότερο και θα έκανε τους άλλους να γελάσουν. Το πρόσωπό τους το έβαφαν με διάφορα χρώματα, για να παραμορφώνονται και να μην τους γνωρίζουν, ή φορούσαν μάσκες, μουτσούνες, όπως τις έλεγαν στο Θεολόγο.
Με τούτες τις μεταμφιέσεις που προκαλούσαν το γέλιο, τα μικρά παιδιά, καμιά φορά, τρόμαζαν και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί οι μεγάλοι ντύνονταν έτσι και μασκαρεύονταν! Κάποτε, ο αδελφός μου ο Γιώργος, όταν ήταν μικρό παιδί, φοβήθηκε πολύ μόλις είδε τον αδελφό της μάνας μου - το μπάρμπα Βαγγέλη - που φορούσε μια μουτσούνα με άγρια μορφή. Και όταν εκείνος του είπε γιατί φοβόταν, αφού έβλεπε πως, εκείνη η μάσκα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα βαμμένο χαρτί; Πήρε τούτη την απάντηση: «Το βλέπω μωρέ Βαγγέλη που είναι χαρτί, αλλά βγάλ'το καλύτερα από τη μούρη σου, γιατί δεν θέλω να το βλέπω...».
Το Τριώδιο - αυτές οι τρεις εβδομάδες - ήταν μια χαρούμενη ανάπαυλα, ανάμεσα στο βαρύ χειμώνα και στην αυστηρά νηστίσιμη περίοδο της Σαρακοστής, που θ' ακολουθούσε και θα κράταγε για 50 ολόκληρες μέρες!
Να προστεθεί πως, η Αποκριά με τα μασκαρέματα των ανθρώπων είναι ειδωλολατρικά, προχριστιανικά έθιμα, και μάλλον, θα προέρχεται από τα αρχαία Διονύσια.
Τούτες οι εκδηλώσεις, όμως, είναι από τις πιο χαρούμενες και εκφράζουν την βαθιά ανάγκη των ανθρώπων για μεταμόρφωση, για αλλαγή, αλλά και για λίγο ελευθεριότητα. Γι' αυτό και ο χριστιανισμός, όσο και αν αντέδρασε τους πρώτους αιώνες και αναθεμάτισε το έθιμο, στο τέλος αναγκάστηκε να το δεχτεί.
Από τα παλιά χρόνια λοιπόν και στο χωριό μας, κάθε τέτοιες μέρες, μικροί και μεγάλοι μασκαρεύονταν και ξεχύνονταν στους δρόμους, για να διασκεδάσουν. Τραγουδούσαν, χόρευαν και ξεφάντωναν. Να προσθέσω πως, το πιο συνηθισμένο μασκάρεμά τους ήταν να φορούν οι άντρες και τα αγόρια γυναικεία ρούχα και οι γυναίκες με τα κορίτσια αντρικά. Περισσότερο, όμως, μασκαρεύονταν οι άντρες, οι οποίοι παρέες - παρέες πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι - με τις μουτσούνες στο πρόσωπό τους - για να γλεντήσουν.
Οι άνθρωποι του σπιτιού, που πήγαιναν οι μασκαράδες, προσπαθούσαν να μαντέψουν αυτούς που κρύβονταν πίσω από τις μάσκες και ξεσπούσαν σε γέλια ακράτητα. Στη συνέχεια, το έριχναν στο φαγοπότι, στο τραγούδι και στο χορό. Συνήθως, τραγουδούσαν και χόρευαν τραγούδια της αποκριάς.
Πρέπει να αναφέρω πως, τις μέρες αυτές ίσχυαν άλλοι κανόνες συμπεριφοράς, αντίθετοι απ' αυτούς που επιβάλλονταν τις άλλες μέρες. Κάποιες φορές ακούγονταν λέξεις ακατανόμαστες και ταυτόχρονα γίνονταν και χειρονομίες με διάφορα υπονοούμενα...
Παράλληλα με τ' άλλα, έλεγαν και κάποια τραγούδια λίγο ευτράπελα και καμιά φορά αρκετά τολμηρά... Ένα από αυτά τα τραγούδια ήταν και ο «χορός του πιπεριού», που έλεγε τούτα τα λόγια:
Πώς το τρι, μωρ' πώς το τρι, πώς το τρίβουν το πιπέρι,
πώς το τρίβουν το πιπέρι, του διαόλου οι καλογέροι.
Με τη μύ, μωρ' με τη μύ, με τη μύτη τρίβοντας,
με τη μύτη τρίβοντας σκορδο-κοπανίζοντας.
Κατά τη διάρκεια αυτού του τραγουδιού, ο αρχηγός της παρέας έδειχνε πως το έτριβαν το πιπέρι... Στη συνέχεια, όλοι οι άντρες της συντροφιάς τον μιμούνταν και προσπαθούσαν κι εκείνοι να δείξουν «πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι», που υποτίθεται ότι -το πιπέρι- βρισκόταν στο πάτωμα! Αλλά κάθε φορά το «έτριβαν» και με άλλο μέρος του σώματός τους.
Και έκαναν πως έτριβαν -πάνω στο πάτωμα- πότε με το αυτί, πότε με τον αγκώνα, την πλάτη, τη φτέρνα κ.λ.π. Κάποιες φορές, χρησιμοποιούσαν πιο τολμηρές λέξεις και τα μιμητικά στοιχεία, όπως προαναφέρθηκει, δεν ήσαν και πολύ σεμνά. Όμως, αν εκεί παρευρίσκονταν και μικρά παιδιά -κυρίως κορίτσια-, ήσαν πολύ προσεκτικοί. Αν έκαναν κάτι ανάρμοστο, δεν έπρεπε να πάρουν είδηση τα παιδιά. Όταν ο χρόνος άρχιζε να πιέζει και έβλεπαν πως δε θα πρόφταιναν να πάνε σε όλα τα σπίτια, που είχαν προγραμματίσει, συντόμευαν λίγο την παραμονή τους, έκοβαν ένα μέρος από τα προγράμματά τους.
Στη συνέχεια, ακολουθούσαν τ' αποκαλυπτήρια των μασκαράδων, έπαιρναν τον τελευταίο μεζέ και σήκωναν το ποτήρι για «άσπρου πάτου», δεν άφηναν σταγόνα στο ποτήρι» τους δηλαδή. Τελικά αντάλλασσαν ευχές για καλές αποκριές και καλή σαρακοστή και δρόμο για άλλη γειτονιά.
Όμως, όλοι πριν φύγουν - από τα διάφορα σπίτια που περνούσαν - έπρεπε πρώτα οπωσδήποτε να βγάλουν τις μάσκες τους, διαφορετικά τους τις έβγαζαν με το ζόρι... Το θεωρούσαν πολύ προσβλητικό, να πάει ένας «μασκαράς» σ' ένα σπίτι να διασκεδάσει και να φύγει, χωρίς να βγάλει τη μάσκα του, να δουν όλοι ποιος ήταν.
Να αναφέρω ακόμα πως, την πρώτη βδομάδα του τριωδίου την έλεγαν και αρτζιμπούρτζι. Αυτή τη βδομάδα οι ορθόδοξοι χριστιανοί αρταίνονταν -εκτός από τις άλλες μέρες της- και την Τετάρτη και την Παρασκευή, που θεωρούνται μέρες νηστείας. Υπάρχει και σχετική παροιμιώδης φράση που λέει: «Αρτζ(ι)μπούρτζ(ι) λάχανα και τ(η) Λαμπρή λαψάνις». Αυτές τις μέρες δηλαδή που δεν νηστεύουν ούτε την Τετάρτη, ούτε την Παρασκευή, όπως και το Πάσχα, που όλος ο κόσμος τρώει κρέατα και πλούσια φαγητά, κάποιοι νηστεύουν και τρώνε λαψάνες... Κάνουν το αντίθετο, δηλαδή, απ' ό,τι κάνουν οι άλλοι.
Οι αποκριές ήσαν από τις πιο χαρούμενες μέρες του χρόνου. Όλος ο κόσμος το έριχνε λίγο έξω. Εκτός από το τραγούδι και το χορό έλεγαν και διάφορα αστεία, αλλά έκαναν και αθώα πειράγματα, για να διασκεδάσουν. Κάποιες μέρες, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, το γλέντι κρατούσε ως τις μεταμεσονύχτιες ή και τις πρωινές ώρες...
Το αποκορύφωμα, όμως, των εκδηλώσεων γινόταν την Κυριακή της Τυρινής, την παραμονή δηλαδή της Καθαρής Δευτέρας.
«Τυρινή» λέγεται και ολόκληρη η εβδομάδα πριν την Καθαρή Δευτέρα, γιατί αυτές τις μέρες από αρτύσιμες τροφές έτρωγαν μόνο αυγά και τυροκομικά προϊόντα (όχι κρέας και ψάρια). Πάνω στο στρωμένο τραπέζι της Τυρινής Κυριακής βρίσκονταν αυγά, τυρόπιτες, τηγανόψωμα, τυροπιτάρια, σπιτικά μακαρόνια πασπαλισμένα με τυρί ή μυζήθρα κλπ.
Έτσι, αυτές τις μέρες, οι απλοί άνθρωποι του χωριού αποχαιρετούσαν, με χαρές και γλέντια το χειμώνα και καλωσόριζαν την Ανοιξη στο γλυκοχάραμά της.
Να πω ακόμα πως, και τις μέρες της Αποκριάς, όταν ο καιρός ήταν καλός, οι κοπελιές του χωριού μαζεύονταν σε διάφορα μέρη, όπως στο «Αλωνάκι», που είχε και απεριόριστη θέα και έπαιζαν διάφορα παιχνίδια.
Για τ' αγόρια δεν θ' αναφέρω τίποτα, γιατί όλο το χρόνο - πολύ περισσότερο όταν δεν υπήρχε σχολείο - μόλις έβρισκαν ευκαιρία, έτρεχαν στ' «Αλώνια» (εκεί που είναι σήμερα το Γήπεδο και ο Αγιος Κωνσταντίνος) και σκαρφίζονταν χίλια - δυο παιχνίδια!
Τσικνοπέμπτη
Μέσα στις μέρες της Αποκριάς και του τριωδίου βρίσκεται και η «Τσικνοπέμπτη». Είναι η ημέρα Πέμπτη της δεύτερης βδομάδας, του τριωδίου και της έδωσαν τούτη την ονομασία - Τσικνοπέμπτη - επειδή, λένε πως, αυτή τη μέρα κάθε νοικοκυρά πρέπει να ψήσει έστω και λίγο κρέας, για να μοσχοβολήσει η γειτονιά από την τσίκνα του. Βέβαια, τα τσικνισμένα μεζεδάκια φέρνουν στο τραπέζι και το καλό κρασί και στη συνέχεια τραγούδια και καλή διασκέδαση.
Ψυχοσάββατα
Τις μέρες της Αποκριάς και της Καθαρής Δευτέρας, οι απλοί άνθρωποι του χωριού - έπειτα από πολύμηνη κοπιαστική δουλειά - διασκέδαζαν και χαίρονταν τη ζωή, αλλά δεν ξεχνούσαν και τους αγαπημένους τους, που είχαν φύγει από τούτη τη ζωή και, ήδη, βρίσκονταν στη γειτονιά των Αγγέλων...
Έτσι, για τις ψυχές των δικών τους έχουν αφιερώσει ορισμένες ώρες από δύο Σάββατα, τα «Ψυχοσάββατα» όπως τα λένε. Και τούτα τα Σάββατα είναι: το ένα αυτό της δεύτερης βδομάδας της αποκριάς και το άλλο εκείνο μετά την Κ. Δευτέρα, των Αγίων Θεοδώρων. Σ' όλα τα σπίτια βράζουν σιτάρι και αφού το ανακατέψουν με ζάχαρη, σταφίδες, κόκκους από ρόδια και διάφορους ξηρούς καρπούς, το βάζουν σε μια πιατελίτσα, το πάνε στην εκκλησία και το ρίχνουν σε ένα μεγάλο πανέρι. Τούτα τα κόλλυβα/μνημόσυνα αφού τα «διαβάσει» πρώτα ο παπάς, μετά τα μοιράζουν στο εκκλησίασμα, για να συχωρέσουν όλοι. Καθ' ένας που παίρνει απ' τα κόλλυβα λέει: «Θιος σχουρέσ(ει)».