Τα παλιά χρόνια πριν από το 1950, ο κόσμος υπέφερε πάρα πολύ από φτώχεια, πείνα και πολέμους. Πόλεμος με Ιταλούς, Γερμανούς και το χειρότερο απ' όλα ο εμφύλιος. Χρόνια που ευχόμαστε να μην ξανάρθουν.
Εκείνα τα χρόνια λοιπόν οι κάτοικοι στην περιοχή μας, ασχολούνταν με τα κτήματα και έσπερναν κυρίως σιτάρια, κριθάρια και άλλα όσπρια (ρεβύθια, φάβα, κ.α.).
Επίσης φρόντιζαν και εξημέρωναν το καστανοδάσος που είχε παραχωρηθεί από το δημόσιο στους κατοίκους το 1932 και που τώρα ανήκει πάλι στο δημόσιο και έχει σχεδόν καταστραφεί, μιας και δεν έχει την ανθρώπινη φροντίδα.
Ακόμη και στη Ράχη καλλιεργούσαν πατάτες. Έκανε ότι μπορούσε ο κόσμος για να ζήσει.
- Ο θερισμός γινόταν τον Ιούνιο και τα σπαρτά τα θέριζαν με το δρεπάνι, έφτιαχναν τα δεμάτια και τα πήγαιναν στ' αλώνια, γιατί έπρεπε να γίνει το αλώνισμα. Το αλώνισμα γινόταν με τα ζώα, άλογα και μουλάρια, μαζί με τα απαραίτητα εργαλεία, όπως η λαιμαργιά, το τραβηχτό (τραφτό), το Ντουέν που ήταν μια σανίδα τριάντα πόντους φάρδος και ένα και τριάντα μήκος και από το κάτω μέρος είχε λάμες για να κόβουν τις καλαμιές και να γίνει το «λιώμα».
Αυτός που αλώνιζε για λογαριασμό κάποιου ιδιοκτήτη λεγόταν «Βαλμάς». Ανάλογα την ποσότητα που είχε ο κάθε ιδιοκτήτης, χρησιμοποιούσε και τρεις και τέσσερις βαλμάδες και η αμοιβή του κάθε βαλμά ήταν 12 οκάδες καρπός.
Ύστερα από πέντε-έξι ώρες εργασία, μάζευαν το «λιώμα» σε σωρό για να γίνει το ξεκαθάρισμα του καρπού απ' το άχυρο. Έπρεπε όμως για να γίνει αυτό να φυσά αέρας και γι' αυτό πολλές φορές γινόταν και νύχτα ή πρωινές ώρες, ενώ πολλές φορές περίμεναν πολλές ώρες μέχρι να φυσήξει.
Τα εργαλεία με τα οποία γινόταν το καθάρισμα του σταριού από το άχυρο, ήταν κι αυτά ξύλινα και ήταν το δικούλι και το καρπολόι. Για να μεταφέρουν τον καρπό και το άχυρο μετά το τέλος του καθαρίσματος, χρειαζόντουσαν καρπόσακα και αχυρόσακα. Όταν τα μετέφεραν στο σπίτι, τον καρπό τον έβαζαν σε ξύλινα μεγάλα κασόνια που το έλεγαν «αμπάρια» και το άχυρο στον αχυρώνα που τον λέγανε «μπλέχτη».
- Και εδώ μπαίνουμε στο θέμα μας, που είναι πως και με τι έφτιαχναν τα καρπόσακα και τα αχυρόσακα.
Στον τόπο μας φύεται σε μεγάλες ποσότητες ένας θάμνος που λέγεται Σπάρτο. Έχει ύψος περίπου δύο μέτρα. Επειδή λοιπόν δεν υπήρχαν χρήματα για να αγοράσουν σακιά, τα έφτιαχναν από σπάρτο.
Πώς; Θα δούμε παρακάτω.
Μαζεύαμε τα βλαστάρια από τα σπάρτα και τα κάναμε δέματα. Τα μεταφέραμε στο χωριό και τα κατεβάζαμε στο ποτάμι. Τα βυθίζαμε μέσα στο νερό και για να μην τα πάρει το ρέμα τους βάζαμε από πάνω πέτρες. Τα αφήναμε εκεί τρεις - τέσσερις μέρες για να φουσκώσουν. Ύστερα τα βράζαμε στο καζάνι (κακάβι). Όταν βράζανε τα βγάζαμε και τα αφήναμε να κρυώσουν. Όταν κρύωναν τους βγάζαμε τη φλούδα και τα χτυπάγαμε πάνω σε μια πέτρα με έναν ξύλινο κόπανο και απ' το πολύ χτύπημα γινόταν σαν μαλλί. Ύστερα το περνούσαμε από τα λανάρια που ήταν δύό τετράγωνα σανίδια με χερούλια και είχαν επάνω καρφωμένες σιδερένιες βελόνες. Στη συνέχεια γινόταν το γνέσιμο, με τη ρόκα, το αδράχτι, και το σφοντύλι. Έπειτα το μάζευαν σε κουβάρια και το πήγαιναν στην «Τυλίχτρα». Η τυλίχτρα ήταν ένα εργαλείο που μετέφερε το νήμα από το κουβάρι στο «αντί» με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι έτσι ρυθμισμένο το νήμα να υπακούει στις «πατήθρες» και να περνάει ανάμεσα τους η «σαϊτα». Στη Στενή υπήρχαν τυλίχτρες. Στον αργαλειό λοιπόν υφαινόταν το ύφασμα που έφτιαχναν τα καρπόσακα και τα χειρόσακα. Αυτό το ύφασμα ήταν παρά πολύ γερό και κρατούσε πάρα πολλά χρόνια. Πολλές γυναίκες έφτιαχναν και φουστάνια απ' αυτό.
Μαστρογιάννης Γεώργιος (Λαδάς)