Του Γιάννη Μαγκούτα
Η λαϊκή θυμοσοφία δεν αφήνει ασχολίαστα-ασατίριστα ούτε και κάποια από τα μικρά ή μεγάλα σφάλματα-παραπτώματα, ακόμα και των εκπροσώπων του Θεού στη γη.
Είναι γνωστό πως, στα πιο παλιά χρόνια, οι ιερείς δεν έπαιρναν μισθό από το κράτος. Εκτός από τα «τυχερά», βέβαια, τους έδιναν και οι τοπικές αυτοδιοικήσεις ένα χρηματικό ποσό, σύμφωνα πάντα με τις οικονομικές τους δυνατότητες.
Στα μικρά χωριά, όπως είναι φυσικό -όπου οι γάμοι και τα βαφτίσια, αλλά και οι θάνατοι ήσαν λιγοστοί-, τα έσοδά τους ήσαν ελάχιστα και δύσκολα τα έβγαζαν πέρα.
Αλλά, ας έρθουμε στην ιστορία μας.
Κάποτε, ήταν -σαν και τώρα- παραμονές πασχαλιάς.
Λέγεται πως, σε ένα μικρό χωριό, τα οικονομικά του παπά -εκείνη τη χρονιά- ήσαν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Έβλεπε πως τα παιδιά του δεν θα γεύονταν τον πατροπαράδοτο οβελία και ήταν -κι αυτός σαν το Χριστό- «περίλυπος μέχρι θανάτου!». Όμως, δεν μπορούσε να το διανοηθεί αυτό, έπρεπε κάτι να κάνει, έπρεπε να βρεθεί αρνί, με κάθε τρόπο!
Έκατσε κάτω, το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε..., είδε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο και πήρε τη μεγάλη απόφαση... Θα έκλεβε ένα αρνί!!!
Μόνος του, βέβαια, δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει, γι' αυτό ζήτησε και τη βοήθεια - συμπαράσταση του ιεροψάλτη του χωριού.
Στην αρχή -αν και εκείνου του ταλαίπωρου τα οικονομικά δεν ήσαν σε καλύτερη κατάσταση- νόμισε πως αστειευόταν ο «άγιος πατέρας», όπως συνήθιζε να τον προσφωνεί, μεταξύ σοβαρού και αστείου. Για να μη νηστέψουν τα παιδιά μας και ανήμερα το Πάσχα, ήρθε αποστομωτική η απάντηση...
Έτσι, άρχισε η κατάστρωση του σχεδίου.
Για να πετύχει καλύτερα η «δουλειά» -μια από τις μέρες της Μεγάλης Βδομάδας- ο παπάς είπε στους ενορίτες του, να πάνε όλοι, μικροί και μεγάλοι, στην εκκκλησιά να προσευχηθούν και να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων, μέρες που είναι...
Την ώρα, λοιπόν, που μαζεύτηκαν όλοι οι χωριάτες στο ναό, ο ψάλτης κάτι προφασίστηκε και έφυγε βιαστικός και θα γυρίσει -όπως είπε- σε λίγο.
Πολλοί παραξενεύτηκαν -είναι η αλήθεια- μ' αυτό το ξαφνικό φευγιό του ψάλτη. Εκείνος όμως, είχε καβαλικέψει, κιόλας, το μουλάρι του παπά και είχε πάρει το δρόμο για την αναζήτηση του πασχαλιάτικου αρνιού, κατάλληλου για σούβλισμα!
Μόλις έφτασε στην πρώτη στάνη -που βρήκε στο δρόμο του- κατέβηκε από το μουλάρι και παρά τα γαυγίσματα των σκυλιών, άνοιξε το μαντρί, σαν καλός νοικοκύρης και προσπάθησε να πιάσει ένα από τα πιο καλοθρεμμένα αρνιά.
Όμως στάθηκε άτυχος, γιατί -για κακή του τύχη- στη στρούγκα που βρέθηκε, ήσαν και καναδυό βοσκόπουλα, που δεν είχαν πάει να μεταλάβουν! Έτσι, τον πήραν χαμπάρι και αφού τον έκαμαν μαύρο στο ξύλο, στο τέλος του πήραν και το μουλάρι, που όπως είπαμε ήταν του παπά.
Μετά από αυτό, ο καλός μας ιεροψάλτης γύρισε στην εκκλησία - σαν βρεγμένη γάτα - και πήρε τη θέση του στο ψαλτήρι.
Μόλις τον είδε ο παπάς, άρχισε η παρακάτω στιχομυθία, παραποιώντας λίγο τα λόγια τους - και ψέλνοντάς τα σε διάφορους ήχους - για να μη γίνονται αντιληπτοί από το εκκλησίασμα!...
Ρωτάει, λοιπόν, πρώτος ο παπάς, που είχε και την αγωνία, για το τι έγινε, αν έφερε το αρνί, λέγοντας: «Ναι, ναιαιαι, εκεί που πήγες με το ντε (εννοώντας το μουλάρι), βρε συ, το έφερες το μπε; (δηλαδή το αρνί)».
Όμως η απάντηση ήταν κεραυνός, για τον εκπρόσωπο του Υψίστου. Ακούστε την:
«Εκεί που πήγα για το μπε, μου επήραν και το ντε και μ' εδείρανε μαθέ».
Σ' αυτό το ανέλπιστο άκουσμα, άρχισαν να τον ζώνουν τα μαύρα φίδια τον παπά, αλλά συνέχισε:
«Αλήθεια μου το λες, μωρέ, πως σου το πήρανε το ντε και πως σε δείρανε και σε;».
Και να η απάντηση:
«Με καταλάβαν τα σκυλιά και με αρπάξαν τα παιδιά (τα παιδιά του τσοπάνη, δηλαδή), και μου κάναν τα πλευρά μου, μαλακά σαν την κοιλιά μου!».
Και χωρίς να πάρει ανάσα, συνέχισε: «Ένταλμα συλλήψεως έξω περιμένουνε...».
«Αλληλούια, αλληλούια, δεν ανακατεύουμε, δεν ανακατεύουμε!!», λένε πως ήταν η απάντηση, του αγαθού λευίτη, στα τελευταία λόγια του συνενόχου του.
Φαίνεται πως ο αγαθός κι απονήρευτος εφημέριος, δεν ήξερε και δεν είχε ρωτήσει, για να μάθει πως, πολλές φορές, ο ηθικός αυτουργός εισπράττει μεγαλύτερη ποινή κι από το εκτελεστικό όργανο...
Εδώ σταματάει η γλυκόπικρη ιστορία μας.
Δεν ξέρω τι έγινε στο τέλος κι αν τιμωρήθηκαν, γι' αυτή τους την αποκοτιά, οι δυο ένοχοι.
Θέλω να πιστεύω, όμως, πως θα τους καταλόγισαν, τουλάχιστον, το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και πως, κάποιοι θα συγκινήθηκαν -από όλη αυτή την ιστορία- και θα μερίμνησαν ώστε να έκαναν Ανάσταση, με σουβλιστό αρνί, όλα του χωριού τα παιδιά.