Τα έθιμα της Στενής για την περίοδο από τις Αποκριές έως και του Θωμά είναι παρόμοια με εκείνα της υπόλοιπης Ελλάδας. Εντούτοις, υπάρχει το στίγμα της περιοχής, όπως φανερώνουν μικροδιαφορές στα χαρακτηριστικά των εθίμων καθώς και σε παραλλαγές κάποιων τραγουδιών.
Αποκριές - Έθιμα και τραγούδια
Από το πρωί, μικροί μεγάλοι ντύνονταν μασκαράδες, φορώντας ότι παλιόρουχα είχε ο καθένας. Έπειτα γύριζαν στα σπίτια, πειράζονταν κι έλεγαν ακόμα και «άτσαλα» τραγούδια. Οι μεγάλοι, όπου πήγαιναν, έπιναν και πείραζαν, αγνώριστοι μέσα στις αποκριάτικες φορεσιές τους. Αρκετοί φόραγαν τα γκιργκιφίσα την παραδοσιακή φορεσιά. Στο τέλος, ήταν υποχρεωμένοι να φανερώσουν την ταυτότητά τους, γιατί διαφορετικά ήταν προσβολή.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στη Στενή την γιόρταζαν πάντα με μεγάλη παρέα. Οι γυναίκες μαγείρευαν και κουβαλούσαν το φαγητό στο σπίτι που θα φιλοξενούσε τις πέντε έξι οικογένειες που είχαν κανονίσει να αποκρέψουν παρέα. Υπήρχε ποικιλία φαγώσιμων που περιελάμβανε τυριά, καλαπόδια (τυροπιτάρι) και διάφορες πίτες, όλες φτιαγμένες με τυρί.
Τα περισσότερα τραγούδια που λέγονταν την ημέρα εκείνη, ήταν τα ίδια με αυτά που τραγουδιόνταν σε όλα τα γλέντια. Φυσικά, υπήρχαν και τα πιο αθυρόστομα (άτσαλα) - χαρακτηριστικά της Αποκριάς - που λέγονταν μονάχα την ημέρα εκείνη - ανάμεσά τους και το «Πώς το τρίβουν το πιπέρι».
Αγαπημένο και πιο τραγουδισμένο το:
Στης ακρίβειας τον καιρό γύρεψα να παντρευτώ και μου 'δώσαν μια γυναίκα που 'τρωγε για πέντε, δέκα.
- Μώρ' γυναίκα, (βάι-βάι) οικονομία, πο'ναι φέτο δυστυχία.
- Αντρα μου, θέλω φουστάνι γύρω-γύρω με γαϊτάνι.
- Μωρ' γυναίκα, οικονομία φέτο πόχμ' δυστυχία.
- Αντρα μου, θέλω παπούτσια πούχουνε ψηλά τακούνια.
- Μωρ' γυναίκα, οικονομία φέτο πόχμ' δυστυχία.
- Αντρα μου, θέλω καπέλο γύρω-γύρω με το βέλο.
Και σαν παίρνω (βάι-βάι) ένα ξύλο και τη φέρνω ένα γύρο.
Να γυναίκα τα παπούτσια, πούχουνε ψηλά τακούνια.
Να γυναίκα το καπέλο γύρω-γύρω με το βέλο
Να γυναίκα το φουστάνι γύρω-γύρω με γαϊτάνι.
Όπως και τα:
Μπείτ' κορίτσια στο χορό τώρα που 'χετε καιρό
γιατ' αύριο παντρεύεστε, σπιτονοικοκυρεύεστε.
Δε σας αφήν' η πεθερά να πάτε όπ' είναι η χαρά
Δεν σας αφήν' ο πεθερός να πάτε όπ' είναι ο χορός
Δεν σαν αφήνουν τα παιδιά να πάτε και στην εκκλησιά
Δε σας αφήνει ο άντρας σας, να πάτε στις μανάδες σας.
Μείς τα παιδιά τα δέρνουμε, κοντά μας δεν τα παίρνουμε
τους άνδρες τους μεθύζουμε και τους αποκοιμίζουμε
και την κακιά την πεθερά την βάζουμε στη τζιροστιά
και τον κακό τον πεθερό τον κάνω όπως θέλω 'γω.
Του στρώνω 'δω, του στρώνω 'κει, του στρώνω όξω στην αυλή,
του βάζω πέντε στρώματα, πέντ', έξι, εφτά παπλώματα,του βάζω και προσκέφαλο του γαϊδαριού τον κέφαλο.
Τώρα τις Αποκριές θα χορέψουν κι οι γριές,
θα χορέψουν κι οι γριές με τις κόκκινες ποδιές,
θα χορέψουν τα παλ(ι)κάρια με τα κόκκινα ζουνάρια,
θα χορέψουν τα κορίτσια με τα όμορφα σκ'λαρίκια,
θα χορέψουν κι οι κοπέλες με τις κόκκινες κορδέλες,
θα χορέψουν τα παιδιά με τα κόκκινα βρακιά.
Δήμητρα Μπαρμπούρη
(Ελένη Λάμπρου Δημοτικά τραγούδια Στενής)
- Βρε παιδιά, καλά παιδιά, μην είδατε την παπαδιά;
- 'ψες την είδαμε στ' αλώνι που έπαιζε με τον Αντώνη.
- Βρε παιδιά, καλά παιδιά, μην είδατε την παπαδιά;
- 'ψες την είδαμε στ' αμπέλι, που έπαιζε με το κοπέλι.
Επίσης το διάσημο γαϊτανάκι:
Τρεις αδελφούλες ήτανε κι οι τρεις κακογραμμένες
Η μια παίρνει ένα λοχαγό κι άλλη ένα γυφτάκι
Κι η τρίτη η καλύτερη παίρνει ένα γεροντάκι
Στο λοχαγό σφάζουν αρνιά, στο γύφτο κατσικάκι,
Του γέρου του κακόμοιρου του φτιάχνουν κουρκουτάκι
Γαϊτάνι, γαϊτανάκι με πότισες φαρμάκι
Γαϊτανάκι μου πλεγμένο και χρυσοκεντημένο
Δεν έλειπαν και τα αυτοσχέδια τραγούδια που σκάρωναν εκείνη την στιγμή για να πειράξουν κάποιους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αφιέρωση σε ένα ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο:
Όλοι οι νιοι παντρεύονται
Κι όλα τα νιάτα χαίρονται
Κι εγώ ο Νάσος ο καημένος
Είμαι παραπονεμένος
Το τραγούδι δεν το έλεγε ο Νάσος βέβαια, αλλά του το τραγουδούσαν οι υπόλοιποι.
Του Ευαγγελισμού
Εκείνη την ημέρα γινόταν μεγάλος χορός στην πλατεία. Τα παιδιά με διάφορους δημιουργικούς τρόπους έκαναν όσο πιο μεγάλο θόρυβο μπορούσαν χτυπώντας ντενεκέδες ή τηγάνια και φώναζαν «μέσα καλό, έξω κακό». Με το μέσα καλό εννοούν τον Χριστό αλλά και την ελευθερία.
Η παράδοση λέει ότι οι Έλληνες είχαν συνεννοηθεί, όταν γινόταν ο γενικός ξεσηκωμός εναντίον των Τούρκων να ειδοποιηθούν μεταξύ τους χτυπώντας τα τηγάνια και κάνοντας θόρυβο.
Του Λαζάρου
Προς τιμήν του αναστημένου Λαζάρου, τα κορίτσια γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας το «Λάζαρο» κι οι νοικοκυράδες τους δίνουν αυγά.
Την ημέρα την Τετάρτη
Κίνησε ο Χριστός, για νάρθει
Τόπε η Μάρθα κι η Μαρία
Τόπε κι όλη η Βηθανία.
Πες μας Λάζαρε τι είδες
Εις τον Αδη που επήγες
Είδα φόβους, είδα τρόμους
Είδα βάσανα και πόνους
Δώστε μου λίγο νεράκι
Να ξεπλύνω, το φαρμάκι
Της καρδιάς μου, των χειλέων
Και μη με ρωτάτε πλέον.
Η κουφή εβδομάδα τελειώνει με τη Κυριακή των Βαϊων. Οι πρωτοστέφανοι, δηλαδή, όσοι είχαν παντρευτεί εκείνη τη χρονιά, αναλαμβάνουν να κουβαλήσουν τα Βάγια στην εκκλησία. Τα βάγια συνήθως τα έφερναν από περιοχή κοντά στον Αγιο Δημήτρη οι κατωχορίτες ενώ οι πανωχορίτες από τις Μαράτζενες.
Μετά την εκκλησία ακολουθούσαν τα βαγιοκτυπήματα, ελαφρά χτυπήματα με τα βάγια λέγοντας: «Βάγια, βάγια του Βαγιού ως την άλλη Κυριακή που θα ψήσουμε τ' αρνί». Οι νοικοκυρές μπαίνοντας στο σπίτι κρέμαγαν τα βάγια στο εικονοστάσι του σπιτιού και χρησιμοποιούσαν σε κάποια φαγητά τους όλο το χρόνο από ένα φύλλο δάφνη.
Μεγάλη Εβδομάδα
Ακολουθεί η Μεγάλη Βδομάδα. «Μεγάλη μαγαρωσιά» θεωρούσαν οι γυναίκες του σπιτιού αν αρτηνόταν κάποιος μέσα στο σπίτι αυτή την εβδομάδα. Τα παιδιά έλεγαν το ποίημα:
Μεγάλη Δευτέρα, ο Χριστός με τη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρύφτη
Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός εχάθη
Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη
Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί
Μεγάλο Σάββατο, ο Χριστός στον τάφο
Κυριακή, Χριστός Ανέστη
Τη Μεγάλη Παρασκευή στόλιζαν τον Επιτάφιο παλαιότερα με τις μουτζούρες, φυτό με λουλούδια σαν άσπρα μικρά τριανταφυλλάκια που υπάρχει σε μεγάλη αφθονία στην ομώνυμη τοποθεσία. Επίσης ρείκια που ανθίζουν αυτή την εποχή, και κρινάκια.
Το τραγούδι των Παθών του Χριστού που έλεγαν εκείνη την ημέρα είναι το χαρακτηριστικό που τραγουδιέται και στην υπόλοιπη Ελλάδα με κάποιες μικροδιαφορές:
Το μοιρολόι της Παναγιάς
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα έλαβαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεισκαταραμένοι.
Ο κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
- Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν
και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
κι στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ' ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ' αργηροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα
πήραν το δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τ'ς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει^
τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Αη-Γιάννη.
- Αφέντ', Αγιάννη, Πρόδρομε, και βαπτιστά του γιου μου
Μήν' είδες τον υιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
- Δεν έχω στόμα να Σου πω, γλώσσα να Σου μιλήσω
δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τον(ε) δείξω.
Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν' ο Γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόν(ε) ρωτάει:
- Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου;
- Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε, μάνα μ', στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά να την(ε) λάβουν κι άλλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ' ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
Σημαίν' ο Θιος, σημαίν' η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Αγιο Τάφο.
Σουλτάνα Σιμιτζή, Δέσποινα Σπύρου
(Από τη συλλογή της Ελένης Λάμπρου, Τραγούδια της Στενής Εύβοιας)
Το βράδυ τον Επιτάφιο τον κουβαλούσαν οι ελεύθεροι, οι υποψήφιοι γαμπροί. Τη σημερινή εποχή αυτοί που φεύγουν για φαντάροι. Υπήρξαν μάλιστα και αψιμαχίες για το ποιοι θα κουβαλήσουν τον Επιτάφιο, γιατί πάντα υπήρχε μεγάλη προσφορά
Το Σάββατο το πρωί οι νοικοκυραίοι σφάζουν το αρνί. Οι νοικοκυρές κάνουν την τελευταία καθαριότητα πήζουν το γιαούρτι, και βάφουν τα αυγά όσες δεν τα έβαψαν Μεγάλη Πέμπτη. Παλιός τρόπος βαψίματος είναι αυτός με τα κρεμμύδια. Σήμερα ελάχιστες είναι οι νοικοκυρές που βάφουν τα αυγά με αυτό τον τρόπο. Πολλοί είναι αυτοί και ειδικά οι τσοπαναραίοι που πίστευαν ότι εφόσον δεν είχε γεννηθεί ο Χριστός δεν έπρεπε να σφάξουν και να χύσουν αίμα. Έτσι το πρωί έσφαζαν και σούβλιζαν αμέσως.
Η Λαμπρή
Το βράδυ βρίσκονταν όλοι στην εκκλησία για την Ανάσταση. Τα παιδιά με βαρελότα και άλλα βεγγαλικά κλείνουν την τελετή. Μετά την εκκλησία γαρδούμπες ή μαγειρίτσα. Η μαγειρίτσα της περιοχής έχει το χαρακτηριστικό ότι βάζουν στην κατσαρόλα όλα τα εντόσθια.
Την Λαμπρή την γιόρταζαν και την γιορτάζουν όλοι με παρέα. Οι νοικοκυραίοι ξυπνούσαν πολύ πρωί για να ανάψουν τη φωτιά. Μεγάλες παρέες σχεδόν όλη η γειτονιά μαζεύονταν, έψηναν όλοι μαζί και έψελναν το Χριστός Ανέστη. Στη συνέχεια έβγαζαν τους μεζέδες και το κρασί έξω και κερνούσαν τους επισκέπτες. Μόλις τέλειωνε το ψήσιμο έπαιρνε ο καθένας το αρνί του και πήγαινε σπίτι του.
Τα πιο επίσημα ρούχα φορούσαν στην Αγάπη και μετά την απογευματινή λειτουργία ακολουθούσε γενικός χορός στην πλατεία.
Βέβαια δεν ήταν για όλους έτσι. Έτσι είναι τα τελευταία χρόνια. Μέσα σε ένα ταψί ένα κομμάτι κρέας μαζί με λίγη μανέστρα κι αυτή μεταγενέστερα ήταν το πιο λαμπρό φαγητό της χρονιάς. Ακόμα και αρκετοί τσοπάνηδες, πόσο μάλλον κάποιοι άλλοι, προκειμένου να τα βγάλουν πέρα πούλαγαν όλα τα αρνιά, και για την οικογένειά τους κράταγαν μόνο τα έντερα ή ένα αρνίσιο μόνο πόδι. Το Λαμπριάτικο τραπέζι για κάποιους ήταν τα έντερα τηγανισμένα μαζί με αυγά. Αρκετοί σε μεγάλη ηλικία δεν θυμόνται να είχαν ψήσει ποτέ αρνί παρά τα τελευταία είκοσι - τριάντα χρόνια.
Αϊ Γιώργης
Ο Αγιος Γεώργιος τροπαιοφόρος και μεγαλομάρτης, όμορφος και περήφανος, πάνω στο πολεμικό του άτι. Προστάτης των αδυνάτων και των κατατρεγμένων, τιμωρός των δυνατών και των καταπιεστών ενσαρκώνει όλα τα ιδανικά της ελληνικής φυλής από την αρχαιότητα έως και σήμερα. Με πολλά στοιχεία από τους ήρωες και τους ημίθεους της αρχαιότητας πάντα ήταν αντικείμενο λατρείας, κι έτσι έγινε ο πιο τραγουδισμένος άγιος. Η ανδρειοσύνη και η λεβεντιά του έγινε πάνω στα ελληνικά λάβαρα σύμβολο του αγώνα για την ελευθερία.
Ο Αϊ Γιώργης είναι ο προστάτης των γεωργών και των κτηνοτρόφων. Γιορτάζεται στις 23 Απριλίου εκτός κι αν το Πάσχα πέσει μετά τις 23 οπότε η γιορτή μεταφέρεται την Δευτέρα του Πάσχα. Κάθε τέτοια μέρα όλο το χωριό μαζευόταν στο ξωκλήσι του. Είναι ο πιο τραγουδισμένος και αγαπημένος άγιος. Το τραγούδι του Αϊ Γιώργη στη Στενή υπάρχει σε δεκάδες παραλλαγές. Η παρά κάτω παραλλαγή είναι αυτή έλεγε η Παρασκευή Γερακίνη και την κατέγραψε η εγγονή της.
Αη Γιώργης
Αγιε Γιώργη αφέντη μου
κι αφέντη καβαλάρη
αρματωμένος με σπαθί
και με χρυσό κοντάρι.
Αγγελος είσαι στα θεριά
κι άγιος στη θεότη
παρακαλώ βοήθεια
άγιε στρατιώτη.
Από το άγριο θεριό
και δράκοντα μεγάλο
όπου του πήγαιναν άνθρωπο
κάθε πρωί και άλλον.
Αν δεν του πήγαιναν άνθρωπο
κάθε πρωί στην ώρα
κανέναν δεν άφηνε
νερό να πάει στη χώρα.
Τα μπουλένια ρίξανε
σε ποιον θέλουν να τύχουν
τα μπουλένια τύχανε
στη βασιλοπούλα
όπου την είχε η μάνα της
μια κι ακριβούλα.
Ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε
πολύ του κακοφάνει
«όλο το βιος μου πάρτε μου
και το παιδί μου αφήστε».
Κόσμος συνταγματεύτηκε
στου βασιλιά την πόρτα
«εδώμεις το παιδάκι σου
επαίρνουμε κι εσένα».
«Επάρτε το, στόλιστε το
μα τι με τα λιθάρια
και με χρυσά και μ' αργυρά
και με μαργαριτάρια
και δώστε το στο δράκοντα
να τη γλυκομασήσει».
Στην άκρη 'κει του πηγαδιού
ρίξαν τις αλυσίδες
και δέσανε την έμορφη
που 'χε τις κορασίδες.
Αη Γιώργης συμβουλήθηκε
θέλει για να τη σώσει
από το άγριο θεριό
να την ελευθερώσει.
Το γρίβα του εκαβάλησε
και τον υποδετίζει
στην άκρη 'εκεί του πηγαδιού
πηγαίνει και καθίζει.
Η κόρη τον εκοίταξε
με δακρυσμένο βλέμμα
και παγωμένο αίμα.
Φύγε φύγε αφέντη μου
γιατί θα φάει κι εσένα
τούτο το άγριο θεριό
όπου θα φάει κι εμένα.
Ασε με κόρη μ' άσε με
λίγο ύπνο να πάρω
κι εγώ φονεύω το θεριό
και από 'δω σε βγάζω.
Σήκω σήκω αφέντη μου
για το νερό αφρίζει
κι ο δράκοντας τα δόντια του
για μένα τ' ακονίζει.
Αη Γιώργης εσηκώθηκε
σαν παραλογισμένος
και το κοντάρι άρπαξε
πως ήταν μαθημένος.
Μια κονταριά το χτύπησε
το παίρνει μες στο στόμα
και κατευθείς το ξάπλωσε
κάτω στη γη στο χώμα.
Σύρε κόρη μου μ' στο σπίτι σου
σύρε και στους γονείς σου
και πες τους πως σου γλύτωσα
σήμερα στη ζωή σου.
Ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε
ο βασιλιάς το λέει
χαίρεται το παιδάκι μου
χαίρεται και το βιος μου
χαίρεται κι η κορώνα μου
πο'χω στην κεφαλή μου.
Χαίρεσαι το παιδάκι σου
χαίρεσαι και το βιος σου
χαίρεσαι και την κορώνα σου
πο'χεις στην κεφαλή σου.
Θέλεις να κάνεις χάρισμα
φτιάξε μια εκκλησία
και κάτσε και ζωγράφισε
Χριστό και Παναγία.
Στη δεξιά του τη μεριά
φτιάξε ένα καβαλάρη
αρματωμένο με σπαθί
και με χρυσό κοντάρι.
Αη Γιώργη το λένε τ' όνομά μ' απ' την Καπαδοκία.
Παρασκευή Χαρ. Γερακίνη
Λαογραφικά Στενής ΔΙΡΦΩΣΣΟΣ 3 Γ.Μ.