«Είσαι Γκρίκο; Έμπα στο σπίτι μου να μπει ο ήλιος».
- Μ' αυτόν τον τρόπο οι κάτοικοι της Μεγάλης Ελλάδας, υποδέχονται σήμερα τους Έλληνες.
«Η γκλώσσα έχει να ζει... Η γκλώσσα πρέπει να ζήσει» φωνάζουν σήμερα οι Ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας.
- Χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι αυτοί, αντιστέκονται, σε κάθε λογής «επιδρομές», που σκοπό έχουν, να λεηλατήσουν και να εξαφανίσουν κάποια πράγματα, που γι' αυτούς είναι το άπαν. Η ελληνική γλώσσα, η καταγωγή, η διατήρηση της ιστορίας τους. Πεθαίνεις άμα σε αγνοήσουν ή σε ξεχάσουν. Βγαίνεις απ' τον αγώνα, αν ο επόμενος δεν παραλάβει τη σκυτάλη απ' τα χέρια σου.
Αυτοί οι άνθρωποι, δε θέλουν να πεθάνουν οι πρόγονοί τους και η ιστορία τους, ούτε θέλουν να βγουν απ' τον αγώνα. Γι' αυτό η σκυτάλη περνά διαδοχικά από γενιά σε γενιά και συνεχίζουν τον αγώνα τους, έξω από πολύβουα και πολυτελή στάδια, χωρίς χειροκροτήματα, χωρίς παροτρύνσεις και «εύγε», μακριά απ' τα μάτια του κόσμου χωρίς να το ξέρει ούτε η ίδια η μάνα τους, η Ελλάδα.
Εμπνέονται απ' το παρελθόν και δεν μπορούν να φανταστούν το παρόν και το μέλλον χωρίς «Ελληνισμό» μέσα τους.
Στη Νότια Ιταλία, εκεί που αναπνέει μια άλλη Ελλάδα, πολύ πιο απλοϊκή, απονήρευτη και αγνή και έχει σαν μοναδικό στόχο τη διατήρηση του «αυτονόητου», κάτι που δυστυχώς, δεν ισχύει τα τελευταία χρόνια στο Εθνικό κέντρο των Ελλήνων, την Ελλάδα, δεν είναι δυνατόν να μη δίνει το στίγμα της και η Στενιώτικη παρουσία.
- Εδώ και χρόνια, η Παναγιώτα Γιαννούκου από τη Στενή, βρίσκεται στα χωριά της Κάτω Ιταλίας, σαν δασκάλα των Ελληνικών στα εκεί σχολεία, ενώ παράλληλα ψάχνει και συγκεντρώνει λέξεις, τραγούδια, ποιήματα, ήθη, έθιμα, παραδόσεις, έθιμα γιορτών, προλήψεις, δεισιδαιμονίες, τρόπο ζωής και οτιδήποτε θα μπορούσε να συνδέσει το χώρο αυτόν με την Ελλάδα και τους κατοίκους με τις ελληνικές τους ρίζες, ενώ κατά την επίσκεψη του Κου Στεφανόπουλου στα Ελληνόφωνα χωριά, ήταν το μυαλό και η ψυχή, της προετοιμασίας των εκδηλώσεων υποδοχής που πραγματοποιήθηκαν.
Η Παναγιώτα Γιαννούκου, βλέπει την ασχολία της αυτή, περισσότερο σαν λειτούργημα σαν ιεραποστολή, σαν εθνική συνεισφορά στον απανταχού Ελληνισμό, που κινδυνεύει να εξαφανιστεί, κάτω απ' το ασφυκτικό κλίμα που δημιουργούν οι συνθήκες μέσα σ' ένα κοινωνικό χώρο με άλλη γλώσσα, άλλες καταβολές, άλλους τρόπους ζωής και με ένα Εθνικό Κέντρο που καθόλου έως πολύ ελάχιστα έχει προσπαθήσει να δώσει στους ανθρώπους αυτούς λίγη αγάπη, ενδιαφέρον, θαλπωρή. Λίγη «Εθνική Ευλογία».
|