Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο Χαράλαμπος Οικονόμου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Το χειμώνα όταν δεν είχε πολύ κρύο ξεκίναγε απ' τον Πάλιουρα με ένα μεγάλο ταγάρι και έκανε πάντα το ίδιο δρομολόγιο Τσέργες, Αγριοσυκιά, Κοτσικιά, Αρκουδοσουβάλα, Αγ. Σοφιά, Κατούνια, Πηγάδια, Πήλι, Μαντούδι. Διανυκτέρευε πάντα στα Κατούνια στον μπαρμπα-Μήτσο Αναστασίου (Σκαρέλης) ο οποίος και τον φιλοξενούσε. Αγόραζε από τα χωριά δέρματα από κουνάβια και αλεπούδες.
Τα δέρματα τα αγόραζε από τους τσοπάνους και τους κυνηγούς της περιοχής οι οποίοι αφού σκότωναν και έγδερναν το ζώο έβαζαν το δέρμα στη στάχτη και μετά στις τσίτες (κατάλληλα διαμορφωμένη τάβλα). Μετά το κρέμαγαν μέχρι να στεγνώσει. Στο τέλος το δέρμα δεν ζύγιζε ούτε 250 γραμμάρια. Το 1955 στην μεγάλη ζήτηση είχε πληρώσει έως και 1500 δραχμές για δέρμα κουναβιού την εποχή που με αυτά τα χρήματα αγόραζες ένα οικόπεδο στην Παναγίτσα. Η τιμή του δέρματος του κουναβιού είχε πάντα τριπλάσια αξία από το δέρμα της αλεπούς.
Αφού έκανε αυτή τη διαδρομή έπαιρνε το λεωφορείο από το Μαντούδι και κατέβαινε στη Χαλκίδα όπου και πούλαγε τα δέρματα σε εμπόρους από την Αθήνα. Αυτή η διαδρομή κράταγε πάνω από 5 μέρες.
Δέρματα του έφερναν και στο χωριό. Ο γιος του Κώστας θυμάται εποχές που μέσα στο σπίτι είχαν πάνω από 250 δέρματα τα οποία όμως δεν μύριζαν επειδή ήταν στεγνά.
Το καλοκαίρι μια φορά την εβδομάδα με το γαϊδουράκι του φορτωμένο περιβολικά (ντομάτες, αγγούρια, κολοκύθια κλπ.) ανέβαινε στις Τσέργες κι έκανε τον μανάβη. Έδινε περιβολικά κι έπαιρνε κότες ζωντανές και αυγά. Αφού τέλειωνε κατέβαινε στους Καθενούς και έπαιρνε το φορτηγό του Κυράνα. Στη Χαλκίδα τα πούλαγε στον Κυλερτζή (από το 1945 είναι στη θέση που είναι και σήμερα στην Αγορά) ο οποίος είχε εργάτες που έσφαζαν τις κότες.
Από το 1963 αγόρασε φορτηγό και συνέχισε μαζί με αυτά και το εμπόριο δασικών προϊόντων. Αγόραζε ρετσίνα, καυσόξυλα, κάρβουνα. Το επάγγελμα με τα δέρματα το σταμάτησε το 1990 γιατί επικράτησαν τα συνθετικά. Εμπορευόταν δέρματα μόνο από αρνιά και κατσίκια.