Παραμονές Χριστουγέννων. Ο Χρηστάκης γυρίζει φουριόζος από το σχολείο, πετάει την σάκα του πάνω στον καναπέ και προχωράει προς την κουζίνα, που η μαμά του ετοιμάζει το μεσημεριανό τραπέζι.
Τύπος σαματατζίδικος ο μικρός, κάνε συνέχεια φασαρίες και δημιουργεί προβλήματα στο σπίτι και στο σχολείο. Θέλει πάντα να γίνεται το δικό του και τώρα με ύφος αυταρχικό - χωρίς καν να χαιρετίσει - μπαίνει κατ' ευθείαν στο θέμα του...
Μαμά, τι δώρο θα μου πάρετε για τη γιορτή μου; Και χωρίς να περιμένει απάντηση συμπληρώνει, εγώ θέλω ένα ποδήλατο!
Η μαμά στεναχωριέται για το χαρακτήρα του παιδιού της. Θέλει να το συνεφέρει λίγο, γι' αυτό και με ήπιο τρόπο του λέει: Πιστεύεις πως ήσουν καλό παιδί το χρόνο που πέρασε και δικαιούσαι ένα τόσο ακριβό δώρο;
Το παιδί επιμένει ότι είχε φερθεί άψογα και ισχυρίζεται ότι πρέπει να του πάρουν το ποδήλατο.
Αν αυτά που λες τα πιστεύεις -πρόσθεσε η μαμά του-, τότε γράψε ένα γράμμα στον Αϊ-Βασίλη, ίσως εκείνος σου στείλει το δώρο που ζητάς. Στα καλά παιδιά, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, στέλνει δώρα...
Πολύ καλή ιδέα σκέφτηκε ο πονηρούλης μας. Κάθισε αμέσως στο γραφείο του και άρχισε να συντάσσει το γράμμα.
«Καλέ μου Αϊ-Βασίλη» άρχισε, «τον φετινό χρόνο ήμουν ένα πολύ καλό παιδί, γι' αυτό θα ήθελα, για τη γιορτή μου, να μου στείλεις ένα ποδήλατο».
«Το προτιμώ κόκκινο», πρόσθεσε και κατέληξε λέγοντας:
«Ο φίλος σου ο Χρηστάκης».
Να προστεθεί πως, εκτός από τους κολλητούς του, φίλους αποκαλούσε και όσους ήθελε να καλοπιάσει...
Πρέπει να ξέρεις πως, οι Αγιοι ξέρουν αν τους λες αλήθεια ή ψέματα, ακούστηκε η φωνή της μαμάς από την κουζίνα.
Το καλοσκέφτηκε ο καλός μας και είπε να τροποποιήσει λίγο το γραφτό του, αλλά την ίδια στιγμή, του ήρθε και μια φαεινή ιδέα, να αφήσει τον Αϊ-Βασίλη και να ζητήσει το δώρο του από το Χριστό.
Σκίζει λοιπόν το πρώτο και αρχίζει άλλο γράμμα, ως εξής:
«Χριστούλη μου
Είμαι ένα καλό παιδί και θα ήθελα, με την ευκαιρία της ονομαστικής μου γιορτής, να μου στείλεις ένα ποδήλατο.
Σ' ευχαριστώ εκ των προτέρων, ο φίλος σου ο Χρηστάκης».
Στ' αυτά του όμως ηχούσαν ακόμα τα λόγια της μαμάς του: ...οι Αγιοι ξέρουν αν λες αλήθεια ή ψέματα...
Καταλάβαινε πως δεν είχε πει όλη την αλήθεια, γι' αυτό έσκισε και τούτο το γράμμα και άρχισε να γράφει το τρίτο!
«Χριστέ μου
Ξέρω κι εγώ, όπως ξέρεις κι Εσύ πως, το χρόνο που πέρασε δεν ήμουν και πολύ καλό παιδί. Θα γίνω όμως από δω και πέρα, αν μου στείλεις ένα ποδήλατο!
Σε παρακαλώ... Ευχαριστώ πολύ, ο Χρηστάκης».
Ο Χρηστάκης βέβαια μπορεί να μην ήταν πολύ καλό παιδί, μυαλό όμως είχε, γι' αυτό και καταλάβαινε πως μ' αυτά που έγραψε στο Χριστό, ποδήλατο μάλλον δεν θα λάβαινε!
Πέταξε λοιπόν και τούτο το γράμμα στο καλάθι των αχρήστων. Σηκώθηκε βιαστικά, πήγε κοντά στη μαμά του και της είπε πως ήθελε να πάει για λίγο στην κοντινή τους εκκλησία.
Η μαμά του απόρησε, είδε τον κανακάρη της λυπημένο και σκέφτηκε πως θα μετάνιωσε για τις αταξίες που έκανε και θα ήθελε να ανάψει ένα κερί, ως ένδειξη μετανοίας. Γι' αυτό και του είπε: «να πας, αλλά να γυρίσεις γρήγορα».
Ώσπου να πεις κύμινο είχε φτάσει κιόλας στην εκκλησία.
Μπήκε μέσα έκανε το σταυρό του και αφού βεβαιώθηκε πως δεν θα τον έβλεπε κανένας, προχώρησε προς το ιερό.
Στη συνέχεια πήρε μια μικρή εικόνα της Παναγιάς - που βρισκόταν δίπλα απ' την Ωραία Πύλη, - την έβαλε κάτω από το πανωφόρι του και αναχώρησε για το σπίτι σαν κύριος!
Έκατσε πάλι στο γραφείο του και χαρούμενος άρχισε να γράφει το τέταρτο γράμμα. Είχε ακούσει κάποια μέρα τον παππού του -δεν ξέρω γιατί- να λέει:
«Μωρέ και ο Αγιος φοβέρα θέλει» και σκέφτηκε πως, για να το λέει αυτό ο «σοφός» παππούς κάτι θα ξέρει...
«Χριστέ μου» έλεγε, «έχω στα χέρια μου τη Μάνα σου!
Αν θέλεις να την ξαναδείς, στείλε μου αμέσως ένα όμορφο κόκκινο ποδήλατο...»
Και αφού ο Χριστός ήξερε πολύ καλά τον αποστολέα του γράμματος, αντί για υπογραφή συμπλήρωσε τούτες τις δύο λέξεις:
Ξέρεις ποιος!