Στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, η ζωή στα χωριά της περιοχής μας ήταν πολύ διαφορετική σε σημείο που η σύγκρισή της με το σήμερα απέχει κατά πολύ. Ο ηλεκτρισμός ήταν ανύπαρκτος, δρόμοι - αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Οι κάτοικοι των χωριών επικοινωνούσαν όμως μεταξύ τους όλοι, με δικά τους Ι.Χ. γιατί όλοι διέθεταν γαϊδουράκια, μουλάρια, άλογα 4x4 και παντός καιρού.
Η φτώχεια ήταν μεγάλη, χρήματα δεν υπήρχαν, οι κάτοικοι παρήγαγαν μόνοι τους τα απαραίτητα για να ζήσουν. (σιτηρά, όσπρια, κρασί, περιβολικά, κρέας, λάδι κ.λ.π.). Την άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο, οι κάτοικοι είχαν σε καθημερνή βάση επικοινωνία μεταξύ τους, αφού αντάμωναν στα χωράφια τους, στα περιβόλια τους, στους δρόμους του χωριού. Ειδικά τα καλοκαίρια καθόντουσαν σε επίκαιρα σημεία του χωριού, τα πεζούλια ή τους παλιοαρμακάδες, σχολιάζοντας διάφορα θέματα.
Το δύσκολο ήταν ο χειμώνας που τα χρόνια εκείνα έριχνε πάρα πολύ χιόνι που το μετρούσαν με το μπόι (δηλαδή το ανάστημά τους). Η επικοινωνία και οι δημόσιες σχέσεις όμως των συγχωριανών εύρισκαν τη λύση τους.
Από βραδύς ξεκινούσε μια οικογένεια πλην των γερόντων και πήγαιναν σε φιλικό ή συγγενικό τους σπίτι για να κάνουν νυχτέρι.
Γύρω από το τζάκι έπαιρναν θέσεις, κατά προτίμηση οι φιλοξενούμενοι της βραδιάς, η μεν γυναίκα είχε πάρει μαζί της και το εργόχειρο ή θα έπλεκε τσουράπια, πουλόβερ, σοσόνια, ή θα μάζευε μασούρια για τον αργαλειό της ή θα έγνεθε στη ρόκα.
Η δουλειά δουλειά αλλά και η κουβέντα κουβέντα. Ακουμπισμένος δίπλα στην παραστιά του τζακιού ο παππούς της οικογένειας, δίπλα του τα εγγόνια του καθισμένα στα σκαμνιά αν υπήρχαν ή καθόντουσαν στην ψάθα με το στόμα ανοιχτό να ακούσουν από τον παππού κανένα παραμύθι ή να τους διηγηθεί ιστορίες απ' τη ζωή του, από το στρατιωτικό του κ.λ.π.. Οι άνδρες που γυρνούσαν από το καφενείο έπρεπε να βρουν φαγητό, να πιουν και κανένα κρασάκι, γι' αυτό η νοικοκυρά του σπιτιού έπρεπε να έχει φροντίσει για όλα. Συνήθως είχε για βραδινό, τραχανά ή φασολάδα ή ρεβύθια, κανένα λουκάνικο αν υπήρχε. Τυριά και αυγά, ήτανε λίγο πιο επίσημα. Η σπιτονοικοκυρά είχε φροντίσει από νωρίς και είχε ζυμώσει ένα μεγάλο κουλούρι σαν καρβέλι και για να το ελέγχει το έψηνε πάνω στην παραστιά του τζακιού το σκέπαζε με την ζεστή στάχτη και το σταχτοκούλουρο ήταν έτοιμο στην χώρα του, αφού ο φούρνος λόγω χιονιού, υγρασίας κ.λ.π. της είχε στερήσει τη δυνατότητα του ψησίματος.
Το τσιμπούσι άρχιζε με συζήτηση των νέων του χωριού και της περιοχής από τους άνδρες που είχαν επιστρέψει από το καφενείο, για να γευτούν τη νοστιμιά του σταχτοκούλουρου. Η παρέα κρατούσε πολλές φορές μέχρι που ο Αλέκτωρ φωνήσει.
Δ. Λάππας - Βούνοι