Του Γιάννη Μαγκούτα
Την παραμονή των Φώτων που το ημερολόγιο γράφει Θεοπέμπτου και Θεωνά, στο «Θεολόγο» λέμε πως είναι του Σταυρού και οι μεγάλοι νήστευαν ακόμα και το λάδι. Ίσως, γιατί τη μέρα αυτή - μετά τη Θεία Λειτουργία - ο παπάς, με το σταυρό στο χέρι και μ' ένα κλωνάρι βασιλικό, πέρναγε από όλα τα σπίτια του χωριού και τα αγίαζε.
Πίσω από τον παπά ακολουθούσε ένα μικρό παιδί, που κρατούσε το δοχείο με τον αγιασμό.
Τούτη τη μέρα τραγουδιούνται για τρίτη φορά - μέσα στο 12ήμερο - Κάλαντα, έπειτα από εκείνα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Τα κάλαντα των Θεοφανίων ήσαν περισσότερο για τους μεγάλους, που πήγαιναν παρέες - παρέες σε διάφορα φιλικά σπίτια και «τα έλεγαν». Όμως, τα έλεγαν και πολλά παιδιά.
Τα πολύ μικρά παιδιά τραγουδούσαν τα Κάλαντα του Σταυρού, όπως τα έλεγαν, και ήταν μόνο ένα τετράστιχο, το:
Σήμερα είναι του Σταυρού, π' αγιά,
π' αγιάζουν οι παπάδες
και που γυρίζουν στα στενά και λε
και λέν' τον Ιορδάνη.
Τον Ιορδάνη ποταμό και στου και στου Χριστού τον τάφο,
εκεί δεντρί δεν ήτανε, δεντρί δεντρί εφανερώθη.
Κι απού χρόν'.
Τα μεγαλύτερα παιδιά, όπως και μεγάλοι άντρες έλεγαν τα Κάλαντα των Φώτων, και είναι τα ακόλουθα:
Σήμερα είναι τα Φώτα και οι Φωτεινές και χαρές μεγάλες τ' αφέντη μας.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό κάθεται η κυρά μας η Παναγιά.
Κάθεται η κυρά μας η Παναγιά, με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα.
Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα, σπαργα-σπαργανίζει Θεού παιδί.
Του αφέντη Αϊ-Γιάννη παρακαλεί, για να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη.
Για να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη, ν' αγιαστούνε οι βρύσες και τα νερά.
Ν' αγιαστούνε οι βρύσες κι τα νερά, ν' αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά.
Καλή μέρα καλησπέρα, καλή σου μέρα αφέντη.
Πέντε κρατάνε τ' άλογο και δέκα την σκάλα
και δεκαοχτώ παρακαλούν βρ' αφέντη μ' καβαλίκα.
Καβαλικεύεις χαίρεσαι, πεζεύεις καμαρώνεις,
κι όπου πατήσει τ' άλογο πηγάδια φανερώνει,
πηγάδια πετροπήγαδα, κι αυλές μαρμαρωμένες.
Πολλά είπαμε του αφέντη μας, ας πούμε και στην κυρά μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα,
κυρά μου τα παιδάκια σου, τα μοσχομυρισμένα,
η Παναγιά σού τα'δωσε κι ο Θεός να στα χαρίσει.
Να κάνεις γάμους και χαρές, ξεφάντωσες μεγάλες.
Να στήσεις κι άσπρο φλάμπουρο στη μέση στην αυλή σου,
να καμαρώνουν (ή να χαίρονται) οι φίλοι σου, να σκάζουν οι εχτροί σου.
Κι απού χρόν'.
Όμως, κατά την ώρα που τραγουδιούνται τα Κάλαντα, οι τραγουδιστές προσθαφαιρούσαν κάποια φωνήεντα, όπως και κάποιες συλλαβές. Αλλά, ας παρακολουθήσουμε τούτα τα Κάλαντα, με τις προσθαφαιρέσεις των γραμμάτων και συλλαβών. Εδώ, εκτός των άλλων, φαίνονται και κάποια στοιχεία του γλωσσικού ιδιώματος της περιοχής.
Σήημερα (εί)ν'* τα Φώτα κι οι Φωτεινές και χαρές μεγάλες τ' αφέντη μας.
Κάτ(ου) στουν Ιουρδάνη τον ποταμό κάθετ(αι) η κυρά μας η Παναγιά.
Κάθετ(αι) η κυρά μας η Παναγιά, με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα,
Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλά, σπαργαναργανίζει Θεού παιδί.
Τον αφέντ(η) Αγιάννη παρακαλεί, για να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη.
Για να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη,
ν' αγιαστούν(ε) οι βρύσις και τα νερά.
Ν' αγιαστούν(ε) οι βρύσις και τα νερά,
ν' αγιαστεί κι(ο) αφέντης με την κυρά.
Καλή μερά να καλή ν' ίσπερα, καλή, καλή σου μέρ(α) αφέντη.
Πέντε κρατάνανε τ' ανάλογο και δε και δέκα την σκάλα
και δεκαοχτώ ν απερινικαλούν βρ' αφέ, βρ' αφέντη μ' καβαλίκα.
Καβαλικεύεις χαινέρεσαι, πέζε,
πεζεύεις καμαρώνεις,
κι όπου πατηνήσει τ' ανάλογο πήγα, πηγάδια φανερώνει,
πηγάδια πινιτροπηνήγαδα, κι αυλές, κι αυλές μαρμαρωμένες.
Πολλά 'παμε του αφέντη μας, ας πού, ας πούμ' και στην Κυρά μας.
Κυρά ψηλή, να Κυρά να λιγνή, Κυρά, Κυρά γαϊτανοφρύδα,
Κυρά μου τα να παιδάκια σου τα μο, τα μοσχομυρισμένα,
η Παναγιά να σου τα έδωσε κι ο Θιός κι ο Θιός να στα χαρίσει.
Να κάνεις γάμους και να χαρές, ξεφά-ξεφάντωσες μεγάλες.
να στήσεις και άσπρο να - φλάμπουρο στη με, στη μέση στην αυλή σου,
να καμαρώνουν οι φίλοι σου, να σκά, να σκάζουν οι εχτροί σου.
Κι απού χρόν'.
Στο τέλος, όσοι βρίσκονταν στο σπίτι - πολύ περισσότερο η νοικοκυρά - τους έλεγαν: «Να είστι καλά πιδιά και να 'ρθιτι κι τ' χρόν' να μας τα πείτι».
Στη συνέχεια τα φίλευαν - με χρήματα ή διάφορα γλυκίσματα - και αμέσως έφευγαν τρέχοντας γι' άλλο σπίτι...
Οι μεγάλοι πριν φύγουν έπιναν κάνα ποτηράκι κρασί και γεύονταν τα μεζεδάκια της νοικοκυράς. Αλλοτε πάλι τους έδιναν ένα κομμάτι κρέας, το οποίο έπαιρναν μαζί τους και το «ξεκοκάλιζαν» αργά το βράδυ - ή και την άλλη μέρα - σε ένα από τα μαγαζάκια του χωριού.