Σε λίγο έρχεται από τον ταβερνιάρη ένα νεροπότηρο γεμάτο κρασί. Είναι η κούπα. Μία πολύ συνηθισμένη έκφραση που και εμείς οι ίδιοι την έχουμε χρησιμοποιήσει πολλές φορές.
Πώς όμως καθιερώθηκε και το ποτήρι το λέμε κούπα τουλάχιστον στην περιοχή μας;
Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο νόμος της ποταπαγόρευσης το τελευταίο βράδυ πριν τις εκλογές ήταν πολύ αυστηρός και ελεγχόταν πολύ σχολαστικά από τα όργανα της τάξης. Οι παραβάτες συλλαμβάνονταν αμέσως και είχαν όλες τις συνέπειες του νόμου.
Στο μαγαζί του Μπέκου στους Βούνους μια παρέα από γνωστούς κρασοπατέρες Βουναϊτες ο Γιώργος Λάμπρου (Ρέτζος), ο Κώστας Μακρής (Σαμαράς) και ο Παναγιώτης Τσάμαρης (Σκούρος) κάθονταν στο καφενείο τελευταίο βράδυ των εκλογών και άρχισαν σιγά - σιγά να αισθάνονται το αίσθημα της δίψας.
Και μιας και δεν τους αρέσει το νερό παράγγειλαν κρασί.
Τρομοκρατημένος ο Μπέκος τους είπε «Τρελαθήκατε μωρέ; Αμα μας πιάσουν;».
Τότε η παρέα βρήκε αμέσως τη λύση.
«Βάλε το κρασί στην κούπα και φέρτο μας για τσάι».
Το πήραν γραμμή κι όλοι οι άλλοι κι άρχισαν να παραγγέλνουν «τσάι». Το όργανο της τάξης ήρθε έκανε τον έλεγχο και ίσως παραξενεύτηκε που όλο το μαγαζί έπινε τσάι.
Τα επόμενα χρόνια καθιερώθηκε ο τρόπος «παραγγελίας» ο οποίος ήταν και ποικίλος. Αλλος παράγγελνε κούπα και άλλος τσάι. Το σερβίρισμα ήταν πάντα το ίδιο. Μία κούπα γεμάτη κρασί.