Απ' τις παραμονές, αρχίζουν οι προετοιμασίες για την καθαριότητα και το στολισμό του σπιτιού.
Απ' τη Χαλκίδα, καταφθάνουν τα «γυμνασιόπαιδα», αλλά και πολλοί ξενιτεμένοι σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας.
Σφαζόταν το γουρούνι κάθε οικογένειας. Επειδή όμως η δουλειά αυτή είχε αρκετή δυσκολία βοηθούσε ο ένας τον άλλον, αλλά μαζεύονταν γύρω και πολλοί περίεργοι για να παρακολουθήσουν... και να δώσουν και συμβουλές για το πως πρέπει να γίνει το σφάξιμο. Όπου ακούγονταν τα διαπεραστικά μουγκρητά απ' τα σφαζόμενα γουρούνια, έτρεχαν και τα παιδιά για να πάρουν τη φούσκα του γουρουνιού (την κατουρήθρα), να την καθαρίσουν και να την κάνουν μπαλόνι για τα παιχνίδια τους.
Αφού έγδερναν το γουρούνι και ξεχώριζαν όλα εκείνα με τα οποία θα έφτιαχναν τα λουκάνικα, τις οματιές, τον πασπαλά και την πηχτή, το υπόλοιπο, το κρεμούσαν από το τσιγκέλι σε κάποιο χώρο του σπιτιού, αφού προηγουμένως το αλάτιζαν καλά.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, γυρίζουν στα σπίτια συντροφιές από αγόρια και λένε τα κάλαντα. Ξεκινούσαν νύχτα το πρωί, για να προφτάσουν τα σπίτια που είχαν στο πρόγραμμά τους, προτού περάσουν απ' αυτά τα άλλα παιδιά.
Σήμερα λένε το:
«Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση
να πω στ' αρχοντικό σας».
Παλιότερα έλεγαν άλλο:
«Χριστούγεννα Πρωτούγεννα
πρώτη γιορτή του χρόνου
Για βγάτε για να μάθετε,
όπου Χριστούς γεννάται».
Όμως στη Στενή το λέγαν με το δικό τους ιδιόμορφο τρόπο.
«Προυτουγιννού Προυτουχριστού πρώτη γιουρτή του χρόνου
βγηκάτι δέτι μάθητι πόψι
Χριστός γιννιέτι
γιννιέτι κι ανατρέφιτι
στου μέλι κι στου γάλα
του μελ' του τρών' οι άρχουντις
του γάλα οι αφιντάδις
κι όσο καρφιά κι πέταλα
στους τούρκους τα κιφάλια
κι όσις λαμπάδις κι κηριά
στης Παναγιάς τα χέρια...
...κι απού τ' χρόν'»
(Στους Βούνους, ο πρώτος στίχος ξεκινούσε
«Χριστούγεννα, Προυτούγεννα πρώτη γιουρτή του χρόνου».
Νύχτα το πρωί χτυπούν οι καμπάνες. Μικροί και μεγάλοι ετοιμάζονται και πηγαίνουν στην Εκκλησία. Το σχόλασμα της εκκλησίας γίνεται λίγο μετά τα χαράματα (θαμπά) και τρέχουν όλοι για την πρωινή Χριστουγεννιάτικη «τηγανιά» ή αν προτιμάτε «σχαριά» του χοιρινού.
Το μεσημέρι το χριστουγεννιάτικο τραπέζι παίρνει ιδιαίτερη επισημότητα, με τα πλούσια φαγητά το καλό κρασί και τις πολλές ευχές. Το κατ' εξοχήν φαγητό της ημέρας είναι το χοιρινό με χορταρικά (σέλινο). Σπάνια υπήρχε σπίτι που να μην φιλοξενούσε κάποιους ξενιτεμένους συγγενείς ή φίλους.
Το βραδινό φαγητό είναι συνήθως «κοντοσούφλι», χοιρινό δηλαδή σε μικρά κομματάκια, περασμένα στη σούβλα και ψημένα στη «θράκα» του τζακιού, που τρώγεται σε δόσεις, καυτό, όπως βγαίνει από τη φωτιά.
Απόθεμα χοιρινού κρέατος υπάρχει για κάμποσες μέρες, σε κάθε οικογένεια και το «κοντοσούφλι» γίνεται σε κάθε στιγμή που θα περάσουν φίλοι από το σπίτι.
Αυτές τις μέρες, κάνουν την εμφάνισή τους, κατά τη λαϊκή πίστη και οι καλικάντζαροι. Στο διάστημα αυτό τα Χριστούγεννα μέχρι την Πρωτοχρονιά, φτιάχνουν τα γλυκά που συνήθως είναι μπακλαβάδες, μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες. Όλα τα σπίτια, φτιάχνανε βασιλόπιτα, που ήταν στολισμένη με «κεντίδια» που είχαν «ζωγραφιστεί» επάνω με το πιρούνι και πάνω της είχαν τοποθετηθεί πέντε καρύδια, ένα στη μέση και τα άλλα τέσσερα στις τέσσερις άκρες ώστε να φαίνονται σαν σχήμα σταυρού. Μέσα όμως στην πίτα ήταν κρυμμένο το πρωτοχρονιάτικο όνειρο κάθε παιδιού το «φλουρί». Τι πονηριές σκαρφιζόμασταν για να πέσει σ' εμάς.
Το βράδυ της παραμονής, οι άνδρες παίζουν το πατροπαράδοτο «τριανταένα». Οι γυναίκες πήγαιναν στη βρύση και έριχναν χρήματα ή διάφορα δημητριακά...
Όταν άλλαζε ο χρόνος «μετά τις δώδεκα», η μητέρα της οικογένειας, έπαιρνε ένα σίδερο, συνήθως το συνδαύλιστρο (ζντράφτο), και έκανε μ' αυτό το σημείο του σταυρού στο μέτωπο, στα χέρια κ.λ.π. σ' όλα τα μέλη της οικογένειας για νάναι όλοι σιδερένιοι με τη νέα χρονιά. Εμείς οι μικροί, είχαμε και τα δώρα μας. Βέβαια σε τίποτα δε θύμιζαν τα σημερινά δώρα που κάνουμε στα παιδιά, όμως και μεις λαχταρούσαμε να φάμε καρύδια, μύγδαλα, ρόδια, σύκα ξερά, τζίτζιφα και τόσες άλλες παρόμοιες απαγορευμένες λιχουδιές. Ξυπνώντας το πρωί της Πρωτοχρονιάς βλέπαμε δίπλα μας, μέσα σ' ένα σακουλάκι, λίγα απ' όλα αυτά και αν τύχαινε να ήταν μέσα στη «συσκευασία» και κανένα πορτοκάλι τότε η ευτυχία μας ήταν απερίγραπτη. Αλλωστε, για να φάμε πορτοκάλι, έπρεπε να ήταν Χριστουγεννιάτικες μέρες ή να ήμασταν άρρωστοι.
Το πρωί χτυπούσε η καμπάνα για την εκκλησία πολύ νωρίς, όπως και τα Χριστούγεννα και τελείωνε πάλι πολύ νωρίς (θαμπά).
Σημαντικό ήταν και το «καλημέρισμα». Οποιος σε επισκεπτόταν στο σπίτι πρώτος, ήταν ο αποκλειστικός «υπεύθυνος» για ότι καλό ή κακό σου τύχαινε εκείνη τη χρονιά.
Το φαγητό ήταν κόκορας ή κότα που είχαν θρέψει και φυλάξει για τούτη τη μέρα, ενώ παράλληλα υπήρχε και χοιρινό που είχε μείνει απ' τα Χριστούγεννα.
Στο τραπέζι βάζανε λίγα απ' όλα τα γλυκά και φαγητά που υπήρχαν στο σπίτι, για να έχουν απ' αυτά όλο το χρόνο και άφηναν το τραπέζι «στρωμένο» όλη την ημέρα, για να περάσει να φάει ο Αι Βασίλης.
Την παραμονή των Φώτων τα παιδιά λένε τα κάλαντα.
«Σήμερα είν' τα Φώτα και ο φωτισμός
και χαρές μεγάλες τ' αφέντη μας...».
Λίγο πριν ξημερώσει, οι κοπέλες πήγαιναν στη βρύση κι έπαιρναν το «αμίλητο νερό».
Ανήμερα στην εκκλησιά ο παπάς αγίαζε τα νερά και ο κόσμος έπαιρνε σε μπουκάλια ή ποτήρια τον Αγιασμό και γυρνώντας στο σπίτι, ραντίζουν τα μέλη της οικογενείας, το σπίτι, τα ζώα, τους κήπους, τ' αμπέλια και τα σπαρτά στα χωράφια και χύνουν όλα τα νερά που υπάρχουν στο σπίτι.
Την παραμονή των Φώτων φεύγουν και οι καλικάντζαροι «τα Σκαρκατζούλια» φοβούμενα να μην τους φτάσει η «Αγιαστούρα» του παπά.
Όταν φεύγανε οι καλικάντζαροι, η μάνα μας μας έλουζε, γιατί μας είχαν -λέει- κατουρήσει (μαγαρίσει) τα «Σκαρκατζούλια» και έπρεπε να καθαριστούμε (ήταν το δεύτερο λούσιμο που κάναμε μετά τις παραμονές των Χριστουγέννων).
Γιάννης Γιαννούκος