|
Ο Αρχαιολόγος Χρόνης Ινιωτάκης παρουσίασε την Ιστορική Πορεία του Διρφυακού Χώρου μέσα από τις αναφορές της Ελληνικής Γραμματολογίας της κλασσικής βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου καθώς και από τις φυσιοδιφικές, ιστορικές και αρχαιολογικές έρευνες από την αναγέννηση έως και τις μέρες μας. Η φειδωλή πληροφόρηση των γραπτών πηγών για την Δίρφυ κατά την αρχαιότητα και κυρίως η απουσία της από τα μεγάλα γεωγραφικά έργα της αρχαιότητας που αναφέρονταν στην Εύβοια συνέτειναν στο να μην είναι η Δίρφυ προεπιλεγμένος τόπος επίσκεψης των περιηγητών της αναγέννησης με αποτέλεσμα να μην αποτελέσει και αντικείμενο για την αρχαιολογία σε αυτήν την πρωτόλεια μορφή της. Πρέπει να περιμένουμε ως τα τέλη του 19ου αιώνα την Γερμανική «Αρχαιολογική Φιλολογία» για να δούμε τον Διρφυακό χώρο να επανακάμπτει ιστορικά στα έργα των Enric Ulrichs, Jule Girard και Fritz Geyer οι οποίοι προσπαθούν να ταυτίσουν τον χώρο είτε με την χαμένη Οιχαλία του Ευρύτου είτε, ορθότερα, με την Διακρία, περιοχή της αρχαίας Εύβοιας, που σύμφωνα με τον λεξικογράφο Ησύχιο βρισκόταν ανάμεσα στην Δίρφυ και το Καντήλι. Οι αναθεωρητικές τάσεις της λεγόμενης New archaelogy και οι νέες τεχνικές και μέθοδοι που εφαρμόζονται την αρχαιολογική επιστήμη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ωθούν στις εκτεταμένες επιφανειακές έρευνες την δεκαετία του εξήντα στην Εύβοια από τους αρχαιολόγους της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής και τον εντοπισμό στον θεολόγο και Καθενούς δύο προϊστορικών θέσεων. Το σημαντικότερο ανασκαφικό και ερευνητικό έργο έχει συντελεστεί στην περιοχή από τον τότε επιμελητή αρχαιοτήτων και νυν Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αιγαίου Κο Αδαμάντιο Σάμψων ο οποίος εντοπίζει και δημοσιεύει πάνω από επτά προϊστορικές θέσεις στον Διρφυακό χώρο που χρονολογικά ανήκουν από την Αρχαιότερη Νεολιθική έως και την Πρωτοελλαδική Ι. Επίσης ουσιαστικές για τον εντοπισμό και καταγραφή κλασσικών, βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων και θέσεων σον Διρφυακό χώρο είναι και οι προσπάθειες του ερευνητή Θεόδωρου Σκούρα όπως αποτυπώνονται στα έργα του «Οχυρώσεις της Εύβοιας», «Τα Δρακόσπιτα της Εύβοιας» και «Τα Χριστιανικά Μνημεία της Εύβοιας». Σημαντικές για την ορθότητα των στοιχείων τους και το γλαφυρό του ύφους τους αλλά ελεγχόμενες για τα συμπεράσματα τους οι δύο ιστοριοδιφικές έρευνες που αναφέρονται στην περιοχή του Δημήτρη Γιαννούκου και του Λεωνίδα Παπακωνσταντίνου. Με γλαφυρό ύφος ο Ιστορικός, Δρ. Βαλκανιολόγος, Νίκος Αδαμόπουλος παρουσίασε τα πορίσματα των ερευνών του για την περιοχή των Καμπιών. Ξεκινώντας με μια παρουσίαση των σημαντικών παλαιοντολογικών ευρημάτων που πρόσφατα ήρθαν στο προσκήνιο μετά από υπόδειξη του Γιάννη Παύλου προσπάθησε γλωσσολογικά και συγκριτιστικά, χρησιμοποιώντας γεωλογικές αποδείξεις, να ταυτίσει τους μεγάλους ερειπιώνες στην θέση Μαλά και στην θέση Τσαγιούς με την αρχαία Ευβοϊκή Οιχαλία. Μέρος της περιοχής της Δίρφυς κατά τους απώτερους προϊστορικούς χρόνους ήταν θάλασσα, σύμφωνα με τον Κο Αδαμόπουλο και η μνήμη του γεγονότος μεταβιβάστηκε στις συνειδήσεις των κατοίκων της και γλωσσολογικά εκφράστηκε μέσα από το τοπωνύμιο Οιχαλία. Στην περιοχή αυτή πρέπει σύμφωνα με τον Κο Αδαμόπουλο να εντοπίσουμε την Οιχαλία του Βασιλιά Ευρύτου την οποία ο Εκαταίος ο Μιλήσιος τοποθετεί κοντά στην επικράτεια της Ερέτριας και ο Σοφοκλής στην τραγωδία του «Τραχίνιαι» τοποθετεί στην Εύβοια. Ο Κος Αδαμόπουλος αναφερόμενος στον ερειπιώνα στις Τσαγιούς ταύτισε μεγάλων διαστάσεων αναλλειματικό τοίχο με σωζόμενο μέρος ναού του Απόλλωνα ενισχύοντας την θεωρία του με την βοήθεια του τοπίου της περιοχής με την πλούσια βλάστηση και τον μικρό ποταμό που περνά πολύ κοντά στο προαναφερόμενο μνημείο. Ο Ιστορικός Αντώνης Παύλου παρουσίασε ένα σχεδίασμα πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστορίας του Διρφυακού χώρου κατά την μεταβυζαντινή περίοδο και φτάνοντας έως και την σύγχρονη εποχή αναφερόμενος αρχικά στον Συναξαριστή του Νικόδημου του Αγιορείτη και στην μνεία του συγκεκριμένου έργου στον Βίο του Νικολάου του Σικελιώτη και στην Μονή που ο ίδιος ίδρυσε Β.Α. του Μετοχίου. Σημαντικός οικισμός της Υστεροβυζαντινής περιόδου στην περιοχή ήταν οι Βούνοι όπου στους Οθωμανικούς φορολογικούς καταλόγους του 1506 αναφέρεται ως Ζιαμέτι Βούνος. Με βάση τους συγκεκριμένους καταλόγους ακολουθούμε στον ιστορικό χρόνο την πορεία των Βουνών όπου γύρω στα μέσα της μεταβυζαντινής περιόδου κοντά στον παλιό οικισμό προστίθενται δύο κεφαλοχώρια οι Καθενοί και η Στενή. Μάλιστα ο πρώτος οικισμός της Στενής πρέπει να ταυτιστεί με την περιοχή Παλιοχώρι οκτώ χιλιόμετρα νότια από τον σύγχρονο οικισμό. Η μετακίνηση από το Παλιοχώρι στην σημερινή δασώδη θέση που πήρε το όνομα Στενή από την στενωπή χαράδρα πρέπει να έγινε μετά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Γενικό Πίνακα των Δήμων του Κράτους καταρτίζεται ο Δήμος Διρφέων με πρώτο Δήμαρχο τον Χριστόδουλο Μπασούκο και επικράτεια που εκτεινόταν ανάμεσα στα χωριά Στρόπωνες, Βλαχιά, Καντούνια, Πηγάδια, Σαρακήνικο, Αγια Σοφιά, Βάβουλα, Κοτσίκια, Τσέργες, Χιλιαδού, Κούτουρλο, Μετόχι, Λάμαρι με έδρα του Δήμου τους Στρόπωνες. Ο Αρχαιολόγος Χρήστος Αγουρίδης, τέλος, προσπάθησε μέσα από την παρουσίαση μιας σύγχρονης ανασκαφικής επιστημονικής έρευνας (συγκεκριμένα της υποβρύχιας αρχαιολογικής έρευνας) να δώσει τους προβληματισμούς και την μεθοδολογία που ακολουθείται στην αρχαιολογία σήμερα. Παράλληλα παρέθεσε μια σύντομη ιστορία της Υποβρύχιας Αρχαιολογίας στην Ελλάδα παρουσιάζοντας την μέσα από τις έρευνες του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (Ι.ΕΝ.Α.Ε.) εστιάζοντας σε δύο υποθαλάσσιες έρευνες που έχουν άμεση σχέση με την περιοχή της Δίρφυς και συγκεκριμένα αυτές της πρωτοελλαδικής πόλης στην Μάνικα και αυτή του κλασσικού λιμένα της Αρχαίας Ερέτριας.
|
|