Του Γιάννη Μαγκούτα
Τα παλιά χρόνια, όταν πηγαίναμε να πούμε τα Κάλαντα, δεν χρησιμοποιούσαμε τούτη τη λέξη. Τη λέξη Κάλαντα δεν την αναφέραμε σχεδόν καθόλου στο χωριό μας. Λέγαμε μόνο πως, θα πάμε να πούμε τα τραγούδια.
Κι όταν ρωτούσαμε τα άλλα παιδιά, αν θα τα πουν, τους λέγαμε: Θα πάτε στα τραγούδια; Ή θα πάτε να πείτε τα τραγούδια;
Κι αυτή η "δουλεία" γινόταν πάντα αργά το απόγευμα, γιατί νωρίτερα δεν θα βρίσκαμε κανένα να μας ακούσει...
Έτσι, το απόγευμα, μόλις χτύπαγε ο παπα-Δημήτρης την καμπάνα για τον εσπερινό, όλα τα παιδιά δύο-δύο, τρία-τρία ξεχύνονταν στους δρόμους, για να πουν τα Κάλαντα και γέμιζε το χωριό από τις χαρούμενες φωνές τους.
Έτρεχαν από γειτονιά σε γειτονιά και προσπαθούσαν να περάσουν από όσο πιο πολλά σπίτια μπορούσαν, για να πουν τα Κάλαντα και να πάρουν τα φιλέματα.
Με το χτύπημα της πόρτας, τα παιδιά ταυτόχρονα -γιατί δεν ήθελαν να χάνουν χρόνο- φώναζαν κιόλας: Να τα πούμε; Πέστε τα, συνήθως, ακουγόταν η φωνή της νοικοκυράς, πριν καλά-καλά τους ανοίξει την πόρτα.
Τα τελευταία χρόνια και τα θεολογιτάκια τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα τα λένε όπως και στα περισσότερα μέρη της πατρίδας μας:
Καλήν εσπέρα, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας κ.λ.π.
Παλαιότερα όμως -μέχρι τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα- στο χωριό μας τα έλεγαν κάπως διαφορετικά, που μπορεί να έμοιαζαν λίγο με αυτά κάποιων άλλων κοντινών χωριών και όχι μόνο, όμως υπήρχαν και κάποιες μικρο-διαφορές. Αυτός είναι και ο λόγος τούτης της καταγραφής.
Ας παρακολουθήσουμε τώρα τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα όπως τα λέγαμε εκείνα τα -όχι και τόσο μακρινά- χρόνια:
Χριστούγεννα πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου.
Εβγάτε δείτε μάθετε, (α)πόψ' ο Χριστός γεννιέται.
Γεννιέται κι αναθρέφεται στο γάλα και στο μέλι.
Το μέλ(ι) το τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι αντρειωμένοι.
Όσες λαμπάδες και κεριά στης Παναγιάς την πόρτα
τόσα καρφιά και πέταλα στους Τούρκους τα κεφάλια.
Κι' εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
Κι' ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει,
Να ζήσει χρόνια άπειρα και μέρες σαν την άμμο!
Και πάντα κατέληγαν με το: Κι' άπου χρόν'.
Στο τέλος, όσοι βρίσκονταν στο σπίτι -πολύ δε περισσότερο η νοικοκυρά- τους έλεγαν: «Να είστι καλά πιδιά, να 'ρθιτι κι τ' χρόν' να μας τα πείτι».
Στη συνέχεια τα φίλευαν με χρήματα, αλλά και με διάφορα γλυκίσματα και ξηρούς καρπούς (κουραμπιέδες, μελομακάρονα, σύκα, καρύδια, αμύγδαλα κ.λ.π.) και αμέσως έφευγαν τρέχοντας γι' άλλο σπίτι...
Αργά το βράδυ, τα παιδιά της κάθε παρέας-κομπανίας μαζεύονταν σε ένα από τα σπίτια τους και αφού μοίραζαν τα φιλέματα, κατάκοπα -όπως ήτανε από το τρεχαλητό- καληνύχτιζαν και πήγαιναν για ύπνο και για όνειρα γλυκά, όπως τους το εύχονταν και οι παρευρισκόμενοι.
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα
Ας παρακολουθήσουμε τώρα και τα Κάλαντα που λέγαμε το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς.
«Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά,
Κι αρχή κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά, εκκλησιά με τ' Αγιος θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Αγιος και Πνευματικός,
στη γη, στη γη να περπατήσει και να μας και να μας καλοκαρδίσει.
Αγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες τον κατέχετε; (ή και δεν μας καταδέχεται.)
Από, από την Καισαρεία, συ (εί)σ' άρχο-, συ 'σ' αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί, ζαχαρο-κάντιο ζυμωτή, χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, δες και με, δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε, τη μοίρα μου την έλεγε, και το, και το χαρτί (ν) ομιλεί, άσπρε μου, άσπρε μου χρυσέ μου κρίνε
(ή Αγιε μου, Αγιε μου Αγιο-Βασίλη).
Βασίλη μ', πούθε (ν) έρχεσαι και δεν μας καταδέχεσαι,
και που και πούθε κατεβαίνεις και δε μας και δε μας αναπαντένεις.
Από τη μάνα μ' έρχομαι κι εγώ σας καταδέχομαι, και στο και στο σκολειό μου πάω, δε μου λε, δε μου λέτε τι να κάνω;
Κάτσε να φας, κάτσε να πγεις, κάτσε τον πόνο σου να πεις, κάτσε, κάτσε να τραγουδήσεις και να μας και να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γραμματικός είμαι, τράγου, τραγούδια δεν ηξέρω.
Αν είσαι συ γραμματικός, πες μας, πες μας την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί του 'κούμπησε, να πει, να πει την αλφαβήτα
και το ραβδί ξερό ήτανε, χλωρούς, χλωρούς βλαστούς πετάει.
κι απάνω στα βλαστάρια του και στα περικωκλάδια του περδί, περδίκια κελαηδούσαν.
Δεν είν' μονάχα πέρδικες, είν' κι α, είν' κι άσπρα περιστέργια.
Τα περιστέργια πέταξαν και πάν' και πάν' στις κρύες βρύσες.
Παίρνουν νερό στα νύχια τους και χιό, και χιόνια στα φτερά τους,
να λούσουν τον αφέντη τους, να ρά, να ράνουν τη γκυρά τους.
Κι απού χρόν'.