Το Τάμα
Το είχαμε σαν τάμα εμείς οι κατωχωρίτες, μια φορά το χρόνο, πάντα πριν της Παναγίας, να λειτουργούμε την Παναγία τη Χιλιαδού. Οργανωτής ο αείμνηστος Ηρακλής (Τσακλής) Παλαιολόγος. Οι γυναίκες του χωριού ετοιμάζονταν μέρες γι' αυτή την εκδρομή από το χωριό στην εκκλησία - μια από τις λίγες εκδρομές που τους επιτρέπονταν το χρόνο. Φαγητά, καφέδες, στρώματα, κουρελούδες, σκεπάσματα... Όλη η Κάτω Στενή άλλαζε όψη τις ημέρες εκείνες. Ο Τσακλής μας στοίβαζε όλους στην καρότσα ενός φορτηγού - μέσο ερασιτεχνικό πλην μεγαλοπρεπές. Στην καρότσα βάζαμε τάβλες σαν αυτοσχέδια καθίσματα. Ο δρόμος ήταν άσχημος, ο χωματόδρομος «τρικυμιώδης». Κάναμε πάνω από δυο ώρες να φτάσουμε στην εκκλησία. Όμως, με τα καλαμπούρια και τα χωρατά του Τσακλή δεν καταλαβαίναμε για πότε φτάναμε. Εκείνος το κατάφερνε αυτό το μαγικό, με τη σακούλα φιστίκια Αιγίνης που είχε πάντα μαζί του για να μοιράζει, που οι πιο παλιοί δεν είχαν ξαναδεί. Μας έδινε φιστίκια, μας έλεγε αστεία κι αυτά γίνονταν ώρες. Οι ώρες που θέλαμε να φτάσουμε στην Παναγία τη Χιλιαδού.
Η Μαγεία
Λειτουργούσαμε το απόγευμα. Η ερημιά αντηχούσε με τη μελωδική ψαλμωδία του Παπα-Κώστα, ο αγριότοπος έπαιρνε τη φωνή του και μας την έστελνε πίσω δέκα φορές πιο γλυκιά. Μόλις τελείωνε η εκκλησία τρώγαμε, γλεντούσαμε και πέφταμε κατάκοποι κι ευχαριστημένοι για ύπνο στρωματσάδα, μέχρι να μας ξυπνήσουν και πάλι οι ύμνοι του παπά. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν το πώς μας ξυπνούσε, εμάς τους μικρούς, η μαγική αυτή ψαλμωδία. Μοιράζαμε τον άρτο και κατεβαίναμε στην παραλία για μπάνιο και φαγητό κάτω από τα πλατάνια, δίπλα στο ρέμα. Μόνοι μας. Ο Τσώκος δεν είχε ακόμα ανοίξει την ταβέρνα. Η μόνη ψυχή που βλέπαμε για δυο μέρες ήταν η καντηλανάφτισσα της Χιλιαδούς.
Η Μαγεία Συνεχίζεται
Τα χρόνια πέρασαν. Οι πρώτοι κατασκηνωτές ανακάλυψαν και λάτρεψαν τον τόπο αυτόν σαν το σπίτι τους. Τον εκτίμησαν, τον σεβάστηκαν, τον αγάπησαν. Η παρουσία τους αντί να αφαιρέσει, πρόσθεσε στη μαγεία που ήδη υπήρχε. Οι πλέον παλιοί, και καμιά φορά παρεξηγημένοι θαμώνες, οι γυμνιστές που είναι και φυσιολάτρες, καλύτερα από όλους κατάλαβαν κι αγκάλιασαν τον Παράδεισο που είχαν βρει.
Το Τέλος
Σιγά σιγά άνοιξαν μαγαζιά, το ένα μετά το άλλο. Κάποιοι κατασκηνωτές έφτιαξαν τα πρώτα σπίτια. Χρόνο με το χρόνο γέμισε η παραλία κόσμο, μαγαζιά ακόμα και ξενοδοχεία. Αχ, αυτή η άσφαλτος! Κάποιοι από τους πρώτους κατασκηνωτές έφυγαν και δεν ξαναπάτησαν. Κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να σώσουν ότι μπορούσαν. Αγωνίστηκαν. Αλλά ως γνωστόν, η εποχή μας δεν είναι πια για ρομαντικούς. Η μαγεία δεν μπορεί να σωθεί και χάνεται σταδιακά και σταθερά. Επιασαν και τη 17 Νοέμβρη και έτσι η παραλία έχασε και τους πιο φανατικούς θαμώνες της. Οι μόνοι που απέμειναν να θυμίζουν την παλιά παραλία της Χιλιαδούς είναι πλέον οι γυμνιστές, κάποιοι παλιοί θαμώνες και ο Βλάχος.