Ασλάνι: Ανθρωπος γερός και δυνατός. Ρωμαλέος, υγειής.
Αφερείμ: Εύγε, μπράβο, ζήτω (τούρκικη λέξη που τη χρησιμοποιούσαν).
Αχαϊρευτος: Αυτός που δεν πρόκοψε, ούτε προόδευσε, που δεν έκανε χαϊρι. Αυτός που δεν έχει τη δυνατότητα, ούτε τις ικανότητες να προοδεύσει (έχω και κείνον τον αχαϊρευτο... που δεν φελά τίποτα). Δεν έχει την ικανότητα να κάνει κάτι το σωστό, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αλλά και ο άτυχος, ο κακορίζικος.
Αχαμνά: Τα ανδρικά γεννητικά όργανα, αλλά και κάθε αρσενικού ζώου.
Βολή: Οταν είναι έτσι τακτοποιημένα τα πράγματα, ώστε να γίνονται οι δουλειές με ευχέρεια, με λίγο κόπο και καλύτερα (εγώ δεν μπορώ να πλύνω εδώ, θα πάω σπίτι μου, που έχω τη βολή μου).
Γαλιφιά: Καλόπιασμα, κοπλιμεντάρισμα. Και γαλίφης, αυτός που καλοπιάνει, που κομπλιμεντάρει τους άλλους επιδιώκοντας κέρδος ή ωφέλεια.
Γάμπρισμα: Το ψάξιμο για νύφη ή γαμπρό. Και γαμπρίζω, όταν αρχίζω να ψάχνω για νύφη, αφήνοντας να δημιουργείται η εντύπωση ότι θέλω να παντρευτώ. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τα κορίτσια, για αναζήτηση γαμπρού.
Γκαβός: Αυτός που δεν βλέπει καλά, που βλέπει λοξά. Ο αλλήθωρος.
Διακονιάρης: Ο ζήτουλας, ο ζητιάνος.
Ζαλίκωμα: Το φόρτωμα. Και ζαλικωμένος, φορτωμένος. Στην κυριολεξία με τη λέξη ζαλίκωμα εννοούσαν το μεγάλο φορτίο που κάποιος άνθρωπος ήταν υποχρεωμένος να κουβαλήσει στην πλάτη του.
Καρκαλί: Η κεφαλή του αρσενικού γεννητικού οργάνου.
Λιακά: Τα εντόσθια. (Θα πάρω ένα μαχαίρι και θα σου πετάξω τα λιακά έξω) (απ' το πολύ γέλιο με πόνεσαν τα λιακά μου). Χαρακτηριστικό είναι το ανέκδοτο με τον οδηγό αγροτικού αυτοκινήτου, όταν τον σταμάτησε ο τροχονόμος και τον παρατήρησε επειδή πάτησε την άσπρη διαχωριστική γραμμή του οδοστρώματος, αυτός απάντησε «Ε και τι, σάμπως τσούβγαλα τα λιακά».
Λούρα: Ψιλή βέργα, που χρησιμοποιούσε συνήθως ο δάσκαλος στο σχολείο για να τις βρέχει στους μαθητές για τιμωρία, αλλά είχε και πολλές άλλες χρήσεις. Ήταν λεπτή και λύγιζε εύκολα χωρίς τον κίνδυνο να σπάσει. Ήταν από ξύλο μουριάς ή από ξύλο καναπίτσας. Από την καναπίτσα παίρνανε και το ξύλο για την κατασκευή ταρπιών, κοφινιών κ.λ.π.
Μπάκα: Η κοιλιά.
Μπακανιάρης: Αυτός που είχε φουσκωμένη κοιλιά, όχι όμως απ' την πολυφαγία, αλλά από ασθένεια ή πολύ νερό ή από την πείνα.
Μπέκιμ ή μπέλκιμ: Σημαίνει το «μήπως και...» (καλά κάνει και τα παθαίνει αυτά, μπέκιμ και βάλει μυαλό».
Ρεπάνιασμα: Η ελαφρά αλλοίωση του χρώματος των ρούχων κατά το πλύσιμο.
Σκάρα: Με το (τι) μπροστά, αναφερόταν σε καταστάσεις ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων που δεν ξέραμε τι ακριβώς συμβαίνει (τι σκάρα έχεις και δε μιλάς;) (τι σκάρα έχει και γαβγίζει;) (τι σκάρα έχει και δεν μπορώ να το φτιάξω).
Στρούγκα: Η διαδικασία του αρμέγματος. Για να αρμέξουν τα πρόβατα τα έκλειναν σε ένα φραγμένο μέρος και από ένα άνοιγμα, περνούσε ένα-ένα και τα άρμεγαν (πάω να βαρέσω στρούγκα) έλεγαν όταν ήθελαν να αρμέξουν. Επίσης, στρούγκα ονόμαζαν και γενικά την εγκατάσταση του μαντριού και ειδκότερα εκεί που στάλιζαν τα πρόβατα.
Φουρκισμένος: Ο θυμωμένος, εκνευρισμένος.