Η σειρά περιλαμβάνει διρφυακές ιστορίες. Κωμικές, παράξενες, λυπητερές, ακόμα και παράλογες τραβηγμένες απ' τα μαλλιά καταστάσεις. Ξωτικά, φαντάσματα και όλα τα συναφή που είδαν ή που νόμιζαν ότι είδαν οι αλαφροΐσκιωτοι των χωριών μας. Χαρακτηριστικές γραφικές φιγούρες που άφησαν εποχή.
Μια φορά ένας βουνίσιος πέρα για πέρα απ' τον ορεινό όγκο, όχι απ' τα πεδινά, είχε πάει στην Κύμη με τα πόδια για κάποιες δουλειές. Πείνασε, φαγητό δεν είχε προνοήσει να πάρει μαζί του, κι επειδή εκείνα τα χρόνια ούτε λεφτά υπήρχαν, αλλά ούτε και τυροπιτάδικα, ανέβηκε στην πρώτη συκιά που βρήκε μπροστά του. Αρχισε να τρώει με βουλιμία σύκα. Η ιδιοκτήτρια τον πήρε χαμπάρι και έβαλε τις φωνές:
- «Κατέβα κάτω ρε κλέφτη».
Φοβήθηκε
- Σκάσε μαρί, βούλωστο, γιατί θα κατέβω κάτω και θα σε...
Μόλις τ' άκουσε αυτό η Κουμιώτισσα, έκατσε απέναντι σε μια πέτρα και περίμενε. Ο πρώην πεινασμένος, τώρα την είχε κάνει «ταράτσα», φοβήθηκε, πήδησε απ' την συκιά και άρχισε να τρέχει σαν παλαβός. Σηκώθηκε όρθια η Κουμιώτισσα:
«Αμ και κλέφτης, αμ και ψεύτης».