Μάγγος: Διαμόρφωση χώρου στο έδαφος, για να κοιμηθούνε τη νύχτα στα χωράφια (έφτιαξα μάγγο). Όταν φυσούσε, έβαζαν γύρω γύρω δεμάτια, ενώ για κλινοστρωμή και κλινοσκεπή χρησιμοποιούσαν σακιά, κουρελούδες, πατατούκες κλπ.
Μαραγγιασμένος (ο-η), Μαραγγιασμένα (τα): Τα ξεραμένα, που είχαν χάσει τη φρεσκάδα τους λουλούδια. Η λέξη μαραγγιασμένα, ισχύει για τα λουλούδια, ενώ η λέξη «παλιουρά» ισχύει για τα περιβολικά, χόρτα κλπ. (μαραγγιασμένα τριαντάφυλλα, παλιουρά κουκιά).
Ματαράς: Δερμάτινο δοχείο (5-6 κιλών). Δέρμα διπλωμένο και στις άκρες του ραμμένο. Στο κάτω μέρος ήταν πιο πλατύ και όσο ανέβαινε, στένευε. Το πώμα ήταν από ξύλο. Από την κορυφή ως τη μέση περίπου, είχε θηλιές για να πιάνεται με σχοινί και να κρέμεται στο σαμάρι. Το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν πόσιμο νερό στο χωράφι.
Μίτζιρος: Ο πολύ προσεκτικός μέχρι σημείου υπερβολής, σ' ότι αφορά το ντύσιμο, το φαγητό, τη συμπεριφορά κ.λ.π.
Μούργκα: Το κατακάθι από το λάδι (λίγες μέρες μετά το βγάλσιμο από το λιοτρίβι) το λέμε και μουργκόλαδο. Με τη μούργκα φτιάχνουμε σαπούνι με ειδική διαδικασία (μούργκα, νερό, ποτάσα).
Μπούκες (α): Τα φύλλα που ήταν τυλιγμένο το καλαμπόκι.
Μπούκες (β): Τα μάγουλα.
Μπούρτσι: Το μέσα μέρος του καλαμποκιού, αυτό που έμενε όταν έτριβαν το καλαμπόκι και έβγαζαν το σπυρί του. Μερικές φορές το χρησιμοποιούσαν σαν πώμα για στάμνες, ή σαν τάπα για διάφορες τρύπες.
Μπροστελίνα: Δερμάτινη λουρίδα, που ξεκίναγε από το κάτω μέρος της μιας πλευράς του σαμαριού, κάτω από την κοιλιά του ζώου και κατέληγε στην άλλη πλευρά του σαμαριού.
Μπροστινάρι: Το μπροστινό μέρος του σαμαριού. Αποτελείται από ένα ημικυκλικό συμπαγές ξύλο πλατάνας και κατέβαινε σε δύο πόδια, ανοιχτά σε καμπύλη κατεύθυνση, δημιουργώντας άνοιγμα, όσο οι πλάτες του ζώου.
Ξάι: Μεταλλικό δοχείο που το χρησιμοποιούσαν σαν μονάδα μέτρησης δημητριακών και οσπρίων (στάρι, κριθάρι, βρώμη, φάβα, ρεβίθια, κουκιά κλπ.). Χωρούσε 12 οκάδες σιτάρι. Φυσικά η ποσότητα σε οκάδες διέφερε στα άλλα «γεννήματα» ανάλογα με το βάρος του. Το πιο ελαφρύ απ' όλα ήταν το βρωμάρι.
Παϊδες: Σανίδες τοποθετημένες, ανά δύο, στα δύο πλάγια του σαμαριού, ενώνοντας το μπροστινάρι με το πισινάρι (θυληκωτά).
Παλαγός-ή-ό: Παλαγό λέγανε το μαλακό, αφράτο, φρέσκο ψωμί, αλλά επίσης και το καρβέλι εκείνο που δεν είχε πάρει το κατάλληλο σχήμα, επειδή στο ζύμωμα είχε προστεθεί πολύ νερό και δεν είχε ζυμωθεί καλά.
Παλιουρός-ή-ό, παλιουρά (τα): Χορταρικά και περιβολικά που είχαν χάσει τη φρεσκάδα τους λόγω εποχής.
Παρδάλες: Κοκκινάδια στα πόδια, ιδίως των μικρών παιδιών που φορούσαν κοντά παντελόνια. Οι παρδάλες δημιουργούνταν από την πολύ ζέστη επειδή το χειμωνα καθόντουσαν πολύ κοντά στη φωτιά.
Πατατούκα: Χοντρό, μάλλινο σακάκι, χρώματος μαύρου, βαμμένου με σκούρο λουλάκι. Τη φορούσαν αγρότες και κτηνοτρόφοι.
Πανωκάβαλο: Δύο δερμάτινες λουρίδες. Η μια ξεκινούσε από το κέντρο του Πισιναριού, διέσχιζε τα καπούλια του ζώου και ενωνόταν με την άλλη (σταυροειδώς) η οποία ξεκίναγε από πάνω απ' την ουρά του ζώου περίπου και κατέληγε στις «πιστιές».
Πισινάρι: Αποτελείται από δύο ξύλα σε σχήμα (Χ) στο πίσω μέρος του σαμαριού. Το πάνω μέρος του (Χ) ήταν μικρό ενώ το κάτω μεγάλο κα οι πλευρές του κατέβαιναν σε καμπύλη κατεύθυνσης, δημιουργώντας άνοιγμα, όσο το κορμί του ζώου.
Πιστιά, Πιστιές: Χονδρή δερμάτινη λουρίδα. Περνούσε μέσα από το σαμάρι ξεκινώντας από το μπροστινάρι, στο ύψος της κάτω παϊδας, περνούσε από το πισινάρι και τύλιγε το ζώο στο πίσω μέρος κάτω από την ουρά.
Ρόγος: Η υγρασία που κρατούσε το χωράφι μετά το πότισμα (αυτό το χωράφι κρατάει ρόγο).
Γιάννης Γιαννούκος