Η δουλειά αρχίζει τα χαράματα κάθε μέρα και τελειώνει αργά το βράδυ. Το θερισμό τον έχουν αναλάβει οι γυναίκες, ενώ οι άντρες θα δέσουν και θα μεταφέρουν τα δεμάτια, θα φτιάξουν τις θημωνιές κ.λ.π. Στο πρώτο ξεκίνημα του θερισμού, κάνουν το σταυρό τους και ανταλλάσσουν ευχές. Καλοφάγωτα. Με χαρές. Καλά μπερκέτια κ.λ.π. Οι εργαζόμενοι, εκτός από θεριστές και θερίστριες, αποκαλούνται αργάτες και αργάτισσες.
Ξεκινώντας, φτιάχνουν το πρώτο χερόβολο, που είναι στάχια, όσο χωράει η χούφτα. Έξι χεριές κάνουν ένα λημμάρι (η λέξη ίσως γίνεται από το λαμβάνω, λήμμα - λήμματος). τρία λημμάρια κάνουν ένα δεμάτι, το οποίο το τυλίγουν με βρύζα (σίκαλη). Τέσσερα δεμάτια μας κάνουν ένα φόρτωμα και πεντακόσια δεμάτια, μία θημωνιά.
Πολλά μηχανεύονται οι θερίστρες για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες του θερισμού. Έτσι, για το ήλιο φορούν τα μαντήλια, ενώ για τις παλαμονίδες (αγριόχορτα με φαρμακερά αγκάθια) και τα τριβόλια (αγκαθωτοί σπόροι αγριόχορτου, φορούν κάλτσες στα πόδια και στα χέρια. Αλλα ενοχλητικά αγριόχορτα, είναι οι μητρούσες, οι γκουρλομάτες, οι γαλανές, οι παπαδίτσες, η κολιτσίδα, και άλλα αγκαθωτά.
Για δροσερό νερό, χρησιμοποιούσαν το πήλινο σταμνί, τοποθετημένο σε σκιερό μέρος (κάτω από κάποια αγκορτζά) σκεπασμένο με μπούρτσι από καλαμπόκι ή κουκουνάρι από πεύκο.
Πολλές φορές βλέπαμε τις κούνιες των μωρών να κρέμονται κάτω από κάποια αγκορτζά ή κάποιο πουρνάρι (που να τάφηνε η μάνα του) και τόπαιρνε μαζί της στο χωράφι.
Το μεσημεριανό κολατσιό, περιελάμβανε συνήθως τυρί, ελιές (οπωσδήποτε) ψωμί και ίσως λίγο γάλα από την κατσίκα που την έπαιρναν μαζί τους για να βοσκήσει. Τέντζερης, δεν έμπαινε πάνω στη φωτιά, γιατί η περίπτωση πυρκαϊάς ήταν πολύ μεγάλη.
Τα δεμάτια μεταφέρονται στα αλώνια, τοποθετημένα σε θημωνιές. Τη νύχτα μένουν εκεί και κοιμούνται, αφού φτιάξουν «απάγκιο» με δεμάτια. Το Σάββατο θα τελειώσουν νωρίς. Γυρίζουν όλοι στο χωριό για να πλυθούν και να κάνουν την Κυριακή αργία, πηγαίνοντας στην εκκλησία.
Τη Δευτέρα η νοικοκυρά θα ξυπνήσει τα μεσάνυχτα για να ζυμώσει το βδομαδιάτικο ψωμί και να ακολουθήσει τους άλλους όσο μπορεί πιο γρήγορα, γιατί είναι και ντροπή να πάει αργά στη δουλειά. Θα την πουν ανοικοκύρευτη.
Όλες οι στράτες είναι γεμάτες από σκόρπια στάχυα. Το ίδιο και οι δρόμοι του χωριού. Παντού μυρίζει καλαμιά. Το χωριό είναι τελείως άδειο. Όσοι δεν έχουν πάει στο θέρο για διάφορους λόγους, ντρέπονται και να κυκλοφορήσουν ακόμη. Γιατί. Θέρος, τρύγος, πόλεμος.
Γιάννης Γιαννούκος