Η πρόοδος του τεχνικού πολιτισμού, που δημιούργησε νέες αγορές, νέα τάξη πραγμάτων και καινούριο τρόπο ζωής, μας ανάγκασε, τους περισσότερους από μας να αφήσουμε την ψυχή μας, ενέχυρο, παρακαταθήκη, αμανάτι, υποθήκη, σε κάποιους τόπους, κάποιες ηλικίες, κάποιες στιγμές, κάποια γεγονότα, ώστε μοναδική μας επιθυμία είναι η επιστροφή και εξόφληση, για να πάρουμε πίσω την ψυχή μας, να κερδίσουμε τον εαυτό μας.
Να γυρίσουμε στο «τότε», που ήταν όλα δικά μας. Οι λόγγοι, τα φαράγγια, οι κοιλάδες, τα βουνά. Τα χωράφια, οι δενδρόκηποι, τα μποστάνια και τ' αμπέλια. Το χωράφι ήταν του γεωργού, μόνο όταν ερχόταν να οργώσει ή να σπείρει. Το μποστάνι, μόνο όταν ερχόταν να το ποτίσει. Το αμπέλι, μόνο όταν ήθελε θειάφισμα κορφολόγημα ή τρύγημα. Αν έμενε τίποτα για τρύγημα.
Όλο τον υπόλοιπο καιρό, τα κτήματα ήταν δικά μας. Είχαμε ότι τραβούσε η όρεξή μας, ότι λαχταρούσε η καρδιά μας. Σταφύλια, μήλα, κάστανα, κεράσια, καλαμπόκια, μούρα, τσάγαλα, σαλάτες (αγγούρια) και ότι βάλει ο νους του ανθρώπου. Μόνους αντίζηλους στη νομή και την κάρπωση αυτή, είχαμε τους αγροφύλακες, οι οποίοι με την πρόφαση ότι φύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να διαλέγουν αυτοί τα καλύτερα φρούτα και μας κυνηγούσαν «ανηλεώς».
Όμως, τα κατατόπια ήταν γνωστά και μεις, μέσα από κάναλους, βραγιές και συστάδες θάμνων, υπερπηδώντας αμπολές και καταπότες, εισχωρούσαμε ανάμεσα στις θεόρατες αναρριχώμενες φασολιές, που κρατούνταν σφιχτά απ' τις πανύψηλες «φασουλόκλαρες» και γινόμασταν «άμουροι».
Η ζωή μας κυλούσε και περιφερόταν γύρω από ένα διαρκές «Μη». Μη, οι γονείς, μη ο δάσκαλος, μη ο χωροφύλακας, μη ο παπάς, μη ο δραγάτης, μη ο κάθε σεβάσμιος ηλικιωμένος συγχωριανός μας.
Η λέξη «αμαρτία» μας κυνηγούσε σα σκιά. Όλες οι παιδικές αταξίες και αμυαλιές, ήταν «αμαρτίες». Τόσες πολλές αμαρτίες σε τόσο μικρή ηλικία δεν έχει ξαναγίνει. Ακόμα και όταν εξομολογούμασταν, τις παραμονές των γιορτών για να μεταλάβουμε, δεν τις λέγαμε όλες, για να μην «τρομάξει» κι ο θεός. Και τι δεν κάναμε, για να εξασφαλίσουμε λίγα ξερά σύκα, πετιμέζι, σουτζούκια, μουστόπιτα, καρύδια, ρόδια, σταφίδες, στραγάλια. Και πόσα βάζα με γλυκά κουταλιού δεν είχαμε σπάσει εμείς τα «διαβολόπαιδα» διαπράττοντας το αμάρτημα της κλοπής.
Μικρή ανάπαυλα στο διαιτολόγιο της γλυκοφαγίας, τα πανηγύρια, που κατάφθαναν οι καραμελάδες και οι σαμαλάδες ή όταν πήγαινε ο πατέρας μας στη Χαλκίδα για δουλειές και μας έφερνε (αν ήμασταν καλά παιδιά), «τσουβαλάρες», κουλούρια, σουσαμάτα κ.λ.π.
Αλλά και στα μνημόσυνα (στα σχώρια), όπου το καλοβρασμένο στάρι, με καρύδια, ρόιδα, μύγδαλα, αλλά και ζάχαρη και κουφέτα, ήταν για μας μια ιδανική γαστριμαργική απόλαυση. Εκεί καταλάβαινες πόσο τυχεροί ήταν αυτοί που τα είχαν καλά με τους επιτρόπους που μοίραζαν το στάρι.
Τόποι συνάντησης για το παιχνίδι ή τον τσακωμό, υπήρχαν πολλοί, μέσα κι έξω απ' το χωριό: Βρυσίτσα, ρέμας, κριαράς, μανίτσα, του Στεφανάκη το καλύβι, στ' Ηλία, ανήλιος, βράχος, νταβέλη, νεροτριβιές, στατόρι, βαθύρεμα. Και στην Κάτω Στενή: «Αγιοστέφανος, καμάρα, αλώνια Αγιοταξάρχη, Αγιοθανάση, στην κατουρλού κλπ Αλλά η μεγάλη απόλαυση ήταν στο ποτάμι (αρματσανή, μύλος του Τόμπλα κ.λ.π.). Ανάμεσα στα βράχια και τους λιλιπούτειους καταρράχτες, σχηματίζονταν χιλιάδες γλαφυροί κολπίσκοι και αγκαλίτσες, που αλλού οι βράχοι κυρτώνονταν σα προβλήτες κι αλλού κοιλαίνονταν σαν σπήλαια. Και ανάμεσα στους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, που εισχωρούσε μουρμουρίζοντας και χορεύοντας με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, ίδιο με βρέφος που ψελλίζει κι αναπηδά στο λίκνο του, που λαχταράει να σηκωθεί και να χορέψει στα χέρια της μητέρας του, έτσι και μεις το «λιμπιζόμασταν» και λαχταρούσαμε να πέσουμε στους αβρούς να κολυμπήσουμε.
Κι ύστερα (τις πιο πολλές φορές), τύχαινε ν' ακούγονται λίγο πιο κάτω, φωνές που έφταναν ως το μέρος μας, ανακατεμένες με το βουητό των νερών και το σείσιμο των πλατάνων. Φωνές ανακατεμένες με το θόρυβο του παφλάζοντος νερού όταν έπεφτε μέσα η χρωματιστή και χνουδωτή φλοκάτη και το ρυθμό που έδινε ο κατά τακτά διαστήματα κτύπος του «κόπανου».
Και τότε, τα βήματά μας, μας οδηγούσαν ενστικτώδικα προς το σημείο εκείνο, όπως τα πρόβατα τα οδηγεί η δίψα στην πλησιέστερη πηγή.
Εκεί, προφυλαγμένοι πίσω από πλάτανους και βράχους, αντικρίζαμε το πολύχρωμο τοπίο σε φόντο πράσινο που δημιουργούσαν τα πλυμένα ρούχα, φλοκάτες, βελέντζες, αντρομίδες, ταγάρια, πατατούκες και κάθε λογής σκουτιά, απλωμένα πάνω στις πλατάνες. Ενώ στο μήκος του ποταμιού, γυναίκες ηλιοκαμένες, εύσωμες, ξεμαντήλωτες με σηκωμένα τα μανίκια και το υφαντό φουστάνι δεμένο κόμπο και πιασμένο από το σκοινί που στέριωνε τη φούστα στη μέση για να μη μουσκεύεται. Γυναίκες δουλευτάρισσες, προκομμένες, μπρατσωμένες, ντελμπεντέρισσες, που χτυπούσαν τον κόπανο και ανασήκωναν τις μουσκεμένες φλοκάτες, σαν να ήταν άντρες.
Και λίγο πιο πέρα, τα «βασανάκια». Αχ αυτά τα «βασανάκια», που η συναναστροφή τους πολλαπλασίαζε την τρέλα τους. Και κάθε ένα απ' αυτά, φαινόταν να είχε τόση τρέλα, όσα όλες μαζί.
Μιλούσαν, κελαηδούσαν, γελούσα, τερέτιζαν, τιτίβιζαν. Η μία επιχειρούσε να διηγηθεί κάτι και το άφηνε μισό, η άλλη τη διέκοπτε με παρατηρήσεις και επιφωνήματα. Η μία άρχιζε το τραγούδι και δεν το τελείωνε, η άλλη συνέπλεκε σταυρωτά τους βραχίονες με άλλες δυο για ν' αρχίσουν το χορό αλλά σταματούσαν. Κανένα παιχνίδι δε γινόταν καλά και καμιά κουβέντα δεν έπαιρνε τέλος. Δεν υπήρχε έννοια, δεν υπήρχε σκέψη και στοχασμός και σκοτούρα. Μάτια έλαμπαν, παρειές ανθούσαν, χαμόγελα ανάτελλαν, τραγούδια ψιθυρίζονταν και αισθήματα σε εμβρυακή μορφή και βαθιές πνοές και ελαφροί στεναγμοί και αύρες της νεότητας ερρίπιζαν, αέριζαν, δρόσιζαν τα σώματα και τις καρδιές.
Αλλά το όνειρο, το θαύμα, ήταν όταν τα «βασανάκια» έμπαιναν στο νερό να δροσίσουν το πρόσωπο, το λαιμό, τα πόδια.
Βλέπαμε τα μαύρα, αλλά χρυσίζοντα ελαφρώς βρεγμένα μαλλιά απ' όπου έρεε το νερό σαν ποτάμι από μαργαριτάρια τους καλλίγραμμους τράχηλους τις λευκές σαν γάλα ωμοπλάτες, τους τορνευτούς βραχίονες, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη, εξαιτίας του θάμπους των ακτίνων του ήλιου και τις σκιάς των πλατάνων που προστάτευαν από τα λαίμαργα και αδιάντροπα βλέμματα το αντικείμενο της ποθεινής μας περιέργειας. Διαβλέπαμε την ευλύγιστο οσφύ. Τα ίσχυα τις κνήμες και τα πόδια, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα στα αφρώδη νερά του ποταμιού. Μαντεύαμε τα στέρνα και τους γλαφυρούς τους κόλπους, δεχόμενους όλες τις αύρες και τις ριπές του νερού.
Αυτή η θέα, ήταν για μας πνοή, φαντασία, ένα όνειρο που επέπλεε. Ήταν Νηρηίδες σειρήνες, νύμφες. Ένα καραβάκι των ονείρων.
Κι ύστερα, σαν ασέλωτα άτια, βλέπαμε το πρώιμα ηλιοκαμένο πρόσωπο μας να γυαλίζεται και να καθρεφτίζεται στα ρυάκια και τις βρύσες και γυμνάζαμε το ψηλό ανάστημά μας πηδώντας από βράχο σε βράχο και τρέχοντας στα βουνά και στα περβόλια.
Και πάλι την Κυριακή στην εκκλησία να βοηθήσουμε τον παπά στο «ιερό» και πάλι παρόντες στις κηδείες να πάρουμε τα «ξεφτέρια» και πρώτοι στις σχολικές εκδρομές και πρώτοι και καλύτεροι στα πανηγύρια (Πύργος, Αγιοδημήτρης, Αγιακυριακή κ.λ.π.).
- Αραγε, να ζει ακόμα εκείνος ο ενεχυροδανειστής που τούχαμε αφήσει αμανάτι την ψυχή μας; Κι αν ζει την έχει άραγε ή την έχει «ρευστοποιήσει»; Θα τον προλάβουμε να του την πάρουμε πίσω; Ή θα μείνουμε έτσι;
Μ' ένα όνειρο άσβεστο;
Μια μνήμη ανήκεστο;
Μια νοσταλγία κλαίουσα;
Μια ζωή αυτοκτονημένη;
Και με μύριες ενοχές αθεράπευτες για μια ζωή που χαλάσαμε, που μικρύναμε τους στόχους της, που τη συντομεύσαμε στο περιεχόμενό της, που καταργήσαμε την Ιεροτελεστία στη δουλειά, στη γιορτή, στον έρωτα, στη ζωή, στο θάνατο;
Που τα κουμπιά υποκαθιστούν τα συναισθήματα; Που στην προσπάθειά μας να κερδίσουμε χρόνο (αλήθεια. Να τον κάνουμε τι;), συντομέψαμε το χρόνο της δουλειάς κάναμε τον έρωτα «επιδερμικό», μεταλλάξαμε τον τρόπο ζωής, εξαφανίσαμε το στοχασμό. Απαγορέψαμε την ανιδιοτέλεια; Που αυτούς που παλιά τους λέγανε Αγιους, σήμερα τους λένε αλαφροΐσκιωτους;
Γιάννης Γιαννούκος