Αμπολή: Το αυλάκι ή το κανάλι, που έφερνε το νερό από το ποτάμι στο περιβόλι.
Βλαρός-ή-ό: Βλαρό λέγαμε οτιδήποτε που ήταν μαλακό και φρέσκο. Ιδιαίτερα όμως το τυρί, τα χορταρικά και τα περιβολικά. (Βλαρό τυρί, βλαρά φασολάκια κ.λ.π.)
Βραϊά (βραγιά) Βραϊές (βραγιές): Αυλάκια που διαμόρφωναν με την τσάπα στα περιβόλια και μέσα σ' αυτά φυτεύονταν τα «περιβολικά» για να διευκολύνεται το πότισμα.
Βτσέλα, Βουτσέλα, Βιτσέλα: Ξύλινο δοχείο για νερό που το έπαιρναν μαζί τους στο χωράφι. Χωρητικότητα πέντε ως δέκα κιλά. Ήταν στρογγυλό και οι δύο πλάγιες πλευρές του επίπεδες, σε σχήμα κύκλου. Είχε δύο λαβές που ενώνονταν με σχοινί για να κρεμιέται στο σαμάρι του ζώου.
Γούλια: Το μέρος του προσώπου από τις άκρες του στόματος (εκεί που τελειώνουν τα μάγουλα) μέχρι το πηγούνι.
Δέση: Το σημείο που συνδέεται η αμπολή (βλ. λ) με το ποτάμι.
Δικούλι (Δ' κουλ): Κάτι σαν «τρίαινα». Το χρησιμοποιούσαν για να εξανεμίζουν το στάρι στο αλώνισμα. Αν και το λέγανε «δικούλι» είχε τρεις μύτες (τρία τσατάλια).
Ζβάρνα - Ζβάρνισμα: Πάνω σε δύο παράλληλα ξύλα μήκους ενός μέτρου περίπου και σε απόσταση πάλι ενός μέτρου περίπου, κάρφωναν άλλα ξύλα έτσι που διαμορφωνόταν μια μικρή «πλατφόρμα» διαστάσεων (1χ1 μέτρα περίπου). Την προσδένουν πίσω από τα ζώα, πατούσαν επάνω και παράλληλα καθοδηγώντας το ζώο «περιδιάβαιναν» το μόλις οργωμένο χωράφι από τη μια άκρη ως την άλλη για να σκορπίζουν οι σβώλοι (βλ. λ.) να ισωματίζεται το χωράφι και να πιέζεται λίγο το χώμα για να κρατάει υγρασία (ρόλο βλ. λ.) μετά το πότισμα. Συνήθως το σβάρνισμα γινόταν σε χωράφια που επρόκειτο να καλλιεργησουν καλαμπόκι.
Ζβαρνάω: Όταν τραβάω κάτι είτε δεμένο με σχοινί είτε χωρίς, άνθρωπο ή ζώο, κρατώντας τον από χέρι ή πόδι ή μαλλιά κλπ. Χωρίς τη θέλησή του και με τέτοιο τρόπο ώστε να σέρνεται στο έδαφος.
Ζβώλος ή Γκμούλα: Κομμάτι από σκληρό χώμα.
Καβαλαριά: Το πάνω μέρος του σαμαριού που καθόταν ο αναβάτης. Ήταν ντυμένο με δέρμα ή καραβόπανο.
Καλίγωμα: Το πετάλωμα των ζώων.
Καλιγωτής: Ο πεταλωτής.
Καλιγωτήρια: Τα σύνεργα του καλιγωτή. Δηλαδή το σφυρί, η τανάλια και η κόφτρα που ήταν σαν «κατσόνι» (βλ. λ.) λίγο μεγαλύτερο, χωρίς δοντάκια.
Καραμπάτσα: Δημιουργείται από το νερό που ρίχνουμε στα τσαντίλια (βλ. λ.) και από διάφορα υγρά της ελιάς και ξεχωρίζει από το λάδι, όταν πέφτει στη γούρνα (μετά το σφίξιμο των τσαντιλιών). Σαν βαρύτερο μένει κάτω από το λάδι και φεύγει από μια μικρή τρύπα που είναι στο κάτω μέρος της γούρνας.
Καταπότης: Το σημείο που συνέδεε το περιβόλι με την αμπολή.
Κόσα (η): Μεγάλο δρεπάνι. Πολύ πιο μεγάλο και πιο ανοιχτό με μακριά ξύλινη λαβή (κάπου ένα μέτρο). Μ' αυτή θέριζαν βίκο, φάβα, τριφύλλι κλπ. Πολλές φορές το χρησιμοποιούσαν και για καθαρισμό των χωραφιών από αγριόχορτα.
Λαγαρά: Το μέσα μέρος από τα μπούτια του ζώου, στα πισινά πόδια.
Λικούκι: Τα λιωμένα κουκούτσια από τις ελιές που έμεναν στο τσαντίλι, μετά το «πρεσάρισμα». Χρησιμοποιείται για την παρασκευή «πυρίνας» (θερμαντική ύλη).
Λοβιά: Τα φλούδια από τα όσπρια φασόλια, ρεβίθια, φάβα, κουκιά κλπ. και ιδαιίτερα τα φλούδια από τα ξεραμένα στον ήλιο όσπρια. (Τα όσπρια τα άπλωναν στον ήλιο και αφού ξεραίνονταν τα ξεχώριζαν από τη φλούδα). Τις φλούδες (λοβιά) τις πετούσαν και ο καρπός αποθηκευόταν για το χειμώνα.
Γιάννης Γιαννούκος