Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος
Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας απαίσιος Αλβανός, που γύριζε στα διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο (το χαράτσι). Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπό του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες μόνο που τον έβλεπαν τους κοβόταν η ανάσα. Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά γράφει ότι: «έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση» κι ότι «τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά, μπροστά τους».
Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και μ' αυτόν απειλούσε τους Χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή, ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες. Ο Αλβανός αυτός όμως, ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι, πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν. Από τότε λοιπόν έμεινε η φράση που τη λέμε, συνήθως, για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από τον Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανό του.
«Τα πάντα ρει»
Όλα ρέουν, «πάντα ρει», όλα βρίσκονται σε αδιάκοπη κίνηση. Το είπε ο Εφέσιος φιλόσοφος Ηράκλειτος (500 π.Χ.) που είχε παρατηρήσει τη συνεχόμενη αλλαγή και κίνηση που παρουσιάζουν όλα τα πράγματα στον κόσμο. Λέγεται με το ίδιο νόημα και ιδίως για την αλλαγή και αστάθεια των ανθρώπινων πραγμάτων.