Αλυσίβα: Η στάχτη που χρησιμοποιούσαν για τον καθαρισμό των ρούχων. Μετά το «πρώτο χέρι» πλυσίματος (συνήθως στο ποτάμι), έβαζαν τα ρούχα σε μια μεγάλη κόφα. Από πάνω τα σκέπαζαν με ένα πανί και έβαζαν τη στάχτη. Έχυναν στη στάχτη καυτό νερό, που πότιζε όλα τα ρούχα μέχρι κάτω. Κάτω-κάτω, έβαζαν τα σκούρα-χρωματιστά και πάνω-πάνω τα λευκά. Η διαδικασία κρατούσε 1,5 - 2 ώρες. Στη συνέχεια έπλεναν τα ρούχα «δεύτερο χέρι» και τελευταίο.
Αμπάρι: Φτιαγμένο από σανίδες, για να αποθηκεύουν τους καρπούς (γεννήματα). Ήταν χωρισμένο σε διαμερίσματα, για να μπαίνουν διάφοροι καρποί. Σιτάρι, κριθάρι, ρεβύθια, καλαμπόκια κλπ.
Απόπατος: Το αποχωρητήριο.
Γούρνα: Κοιλότητα μπροστά από τη βρύση (συνεχούς ροής) απ' τις οποίες ήταν γεμάτο το χωριό. Μερικές απ' αυτές ήταν ειδικά φτιαγμένες, ώστε να μπορούν να ποτίζουν τα ζώα ή να παίρνουν νερό με τους κουβάδες οι κάτοικοι για πλυσίματα κλπ.
Γουρνέτσι: Μικρό οίκημα στην άκρη της αυλής. Εκεί έτρεφαν το γουρούνι που το είχαν αγοράσει από μικρό, για να το σφάξουν τα Χριστούγεννα.
Κακάβι: Το καζάνι.
Κακαβολίθαρα: Μεγάλες χοντρές πέτρες, πάνω στις οποίες στηριζόταν το καζάνι (κακάβι), για να αναφτεί η φωτιά από κάτω.
Κακαβοστάσι: Ο χώρος της αυλής που ήταν τοποθετημένο το κακάβι και τα κακαβολίθαρα.
Κόπανος: Μακρύ χοντρό ξύλο (κάτι σαν ρόπαλο). Επίπεδο από μια του μεριά. Το χρησιμοποιούσαν για χτύπημα των ρούχων κατά την πλύση.
Κουρκουμπέλα: Το μεγάλο και παραγινομένο μούρο.
Κρούπ(ι): Σπασμένο σταμνί, ή οποιοδήποτε πήλινο αγγείο, που το χρησιμοποιούσαν συνήθως για το πότισμα των πουλερικών στις αυλές των σπιτιών.
Κουρίτα: Ολόκληρο ξύλο από πλατάνα (σκαφιδισμένο), που έπλεναν οι νοικοκυρές. Είχε τοιχώματα από τα τρία μέρη. Από την πλευρά που έπλενε η νοικοκυρά ήταν ανοιχτό (σαν μια τεράστια σέσουλα χωρίς χερούλι).
Πάνα ή Φουρνοπανο: Μακρύ ξύλο, που στην άκρη του ήταν εφαρμοσμένα πανιά (σαν μια μεγάλη σφουγγαρίστρα). Με την πάνα, καθάριζαν το φούρνο από τις στάχτες για να φουρνίσουν στη συνέχεια τα καρβέλια.
Πορτογαλιά: Το πρώτο γάλα της κατσίκας ή της προβατίνας μετά τη γέννα (μάλλον πρέπει να είναι πρωτογαλιά, πρώτο γάλα) αλλά να έχει συνηθιστεί να το λέμε έτσι.
Πυθάρι: Μεγάλο πήλινο δοχείο. Συνήθως αποθήκευαν λάδι και είχε χωρητικότητα 70-80 οκάδες.
Σταχτοπάνι: Το πανί που έβαζαν ανάμεσα στα ρούχα και τη στάχτη, για να γίνει η διαδικασία του καθαρισμού με αλυσίβα.
Ταρπί: Μεγάλη κόφα, που χρησιμοποιούσαν για αποθήκευση ψωμιού και φρούτων (ρόδια, κυδώνια, σύκα) αλλά κυρίως για την μπουγάδα, που γινόταν η διαδικασία πλυσίματος με αλυσίβα.
Τοιχογύρι: Η πέτρινη περίφραξη της αυλής, ή άλλων κοντινών προς το χωριό χώρων (ιδιαίτερα όμως της αυλής). Συνήθως με ξερολιθιά.
Φτυάρι (α) ή φουρνόφτυαρο: Μ' αυτό «φούρνιζαν» τα καρβέλια στο φούρνο και τα «ξεφούρνιζαν» όταν είχαν ψηθεί.
Φτυάρι (β): Το σιδερόφτυαρο που χρησιμοποιούσαν στις αγροτικές δουλειές, στις οικοδομές, στο καθάρισμα των σταύλων κ.λ.π.
Φτυάρι (γ): Το καρπόφτυαρο. Ξύλινο φτυάρι, ελαφρώς κοίλο (καβαθωτό). Μ' αυτό «ξανεμούσαν» τον καρπό στο αλώνι (ήταν το τελευταίο στάδιο του αλωνίσματος).
Φουρνόξυλο: Μακρύ ξύλο, με το οποίο «συνδαύλιζαν» τα ξύλα που έκαιγαν μέσα στο φούρνο, για να ζεσταθεί και στη συνέχεια να «φουρνίσουν».