Αμαργωτός. Αυτός που δεν κρυώνει ή δεν κρύωσε.
Αστρέχα. Στεγασμένος χώρος, όπως τα σκεπασμένα με κεραμίδια χαγιάτια, πρόχειρα υπόστεγα, οι χώροι κάτω από τα μπαλκόνια μας κ.τ.λ.
Αφτάρωμ. Όταν στήνουμε το αυτί μας για να ακούσουμε συζητήσεις που γίνονται γύρω μας, κάνοντας, τάχα, τον αδιάφορο ή όταν κάποιος ύποπτος θόρυβος μας αναγκάζει να θέσουμε σε λειτουργία την ακοή μας, για να εντοπίσουμε από που έρχεται και πιθανόν, τι είναι, (βήματα ανθρώπων, σφύριγμα φιδιού, νιαούρισμα γάτας, κ.ο.κ.).
Γαϊδρουκλίστρα (γαϊδουροκυλίστρα). Ανοιχτός χώρος που κυλιούνται τα γαϊδούρια, άλογα κλπ.
Γράδος (Γραδόμετρο). Το αλκαολόμετρο, με το οποίο μετρούν την ποσότητα αλκοόλης, σ' ένα υδατικό διάλυμα. (τους βαθμούς στο μούστο).
Γρέκι. Σημείο συνάντησης και ανάπαυσης του κοπαδιού, που συνήθως τα πρόβατα πάνε μόνα τους μετά τη βοσκή. Κατ' επέκταση και το σπίτι (πάμε για το Γρέκι μας).
Δραμάω. Τρέχω για να προφτάσω κάτι ή για να παραβγώ με κάποιον άλλον. (παραδραμάμε;) (ήρθε δρομή) (δράμα για να προφτάσεις το λεωφορείο).
Έμπλαξα. Σε έμπλαξα ή τον έμπλαξα, λέμε όταν αναζητούμε και βρίσκουμε κάποιον ή όταν με κυκλωτική κινηση τον έχουμε παγιδέψει ή όταν συναντάμε κάποιον σε στιγμές που δε μας περιμένει, (τον έμπλαξα την ώρα που έβγαινε από το σπίτι).
Κάρπισμα. Το τάισμα των ζώων (κατοικίες - προβατίνες), κατά την περίοδο του μαρκαλέματος (αναπαραγωγής).
Κούλουμος (Μεσοδόκι). Το χοντρό δοκάρι που συγκρατεί όλα τα άλλα στην οροφή της καλύβας του κτηνοτρόφου.
Κουρεμάδα. Οι γυναίκες που για να πάνε με τη μόδα κούρευαν τα μαλλιά τους και απαρνιόνταν έτσι τον παραδοσιακό τρόπο χτενίσματος (κοτσίδες κτλ.). Επεριείχε δε ο χαρακτηρισμός αυτός και "υποψία" ανηθικότητας.
Λακάω. Τρέχω για να αποφύγω κάποιον, κυνηγημένος, φοβισμένος (λάκα γιατί έρχεται ο αγροφύλακας).
Λιμάρης. Πεινασμένος, λαίμαργος.
Λίχνισμα. Ο χωρισμός του σιταριού απ' το άχυρο κατά το αλώνισμα.
Λιχούδης. Αυτός που έχει την επιθυμία να δοκιμάζει τα πάντα, τα διαλεχτά φαγητά ή γλυκίσματα. Παράλληλα είναι και βιαστικός θέλει να τσιμπάει από παντού, χωρίς να περιμένει την ώρα του φαγητού.
Μαργωσάρης. Αυτός που κρυώνει υπερβολικά.
Μπούρδα. Ειδικό τσουβάλι που έβαζαν το αλεύρι. Αλλά και ψευδολογία, καυχησιά, λόγος κουβέντα χωρίς περιεχόμενο.
Ντουμ(ου)σάρα. Η προβατίνα που μένει πίσω απ' το κοπάδι.
Ξιγκοκέρι. Κερί κατασκευασμένο από λίπος (σπαρματσέτο).
Ουάι-ουάη. Επιφώνημα έκπληξης, επιδοκιμασίας, θαυμασού (ουάη τι όμορφου του σακάκι'ς). Αλά περισσότερο χρησιμοποιείται για κοροϊδία (ουάη μαρή φαίνιτ του βρακίς) (ου Γιαννς έφαγε ξύλου σήμηρα απ' του δασκάλου, ουάη, ουάη).
Παραμάσχαλα. Κάτω από τη μασχάλη (υπό μάλλης).
Πουτσούλας. Αυτός που δεν το βάζει κάτω. Ο καταφερτζής που διακρίνεται από υπομονή και επιμονή και καταφέρνει πράγματα, που είναι ανώτερα των δυνάμεών του (σωματικών και πνευματικών) και που πάντα κερδίζει τη συμπάθεια των υπολοίπων (απάνω του ρε πουτσούλα) (ίσα ρε πουτσούλα). Δινόταν και σαν όνομα σε ζώα, συνήθως στα γαϊδούρια.
Συρτάρι - συρτάρα. Αυτό που οδηγεί το κοπάδι. Συρτάρι το αρσενικό, συρτάρα το θηλυκό. Το λέμε και Γκιεσέμι.
Φτέρωμα. Τα μεγάλα πηδήματα της κότας με παράλληλο δυνατό χτύπημα των φτερών της ύστερα από κάποιο ξάφνιασμα.
Χαρχατούρημα. Τα πολλά γέλια για ασήμαντους λόγους ή τα ψεύτικα - βεβιασμένα γέλια ή θορυβώδεις - κεφάτες συζητήσεις χωρίς σειρά και σοβαρότητα διανθισμένες με χάχανα (βρε παιδιά λίγο ησυχία, πως χαρχατράτε έτσι;).
Γιάννης Γιαννούκος