Αλείβω: Κάνω επάλειψη με λιπαρή ουσία (Έλα να σου αλείψω το τραύμα).
Αλειμμα-Αλείμματα: Αυτά που μένουν μετά το μαγείρεμα στο τηγάνι ή στην κατσαρόλα και στεροποιούνται όταν κρυώσουν ή που μένουν στα χέρια μας μετά το φαγητό (πλύνε τα χέρια σου να φύγουν τα αλείμματα).
Αλιά: Αλί-Αλίμονο.
Αλισφάκι: Το φασκόμηλο
Αλλαξομηνιά: Η τελευταία ή η πρώτη μέρα του μήνα όταν αλλάζει ο μήνας.
Αλλιωτεύω: Κάνω κάτι διαφορετικό απ' ότι ήταν, το μεταβάλλω (ο ήλιος αλλιώτεψε το χρώμα του φουστανιού σου) (αλλιώτεψες με το νέο σου χτένισμα). Ισχύει όμως και για την αλλαγή συμπεριφοράς (από τη μέρα που παντρεύτηκε, αλλιώτεψε).
Αλουσά (αλουσιά): Το να αποφεύγει κανείς το λούσιμο-πλύσιμο-νύψιμο.
Αλπότρυπα: Φωλιά αλεπούς.
Αλωνάρης: Ο μήνας Ιούλιος
Αλωνιάτικο-αλωνιτικό-αλωνικό: Η πληρωμή των αλωνιστών σε είδος, αλλά και τα έξοδα του αλωνίσματος γενικότερα.
Πλακαρός-η-ο: Οτιδήποτε λείο και γυαλιστερό απο τη μια μεριά τουλάχιστον (πλακαρή πέτρα).
Σκάλος: Όταν όργωναν το χωράφι, μετά περνούσε το "Ζευγάρι" για να ανοίξει "βραϊές" με τσάπες δίκοπες καθάριζαν το αυλάκι που δημιουργούσε το πέρασμα του ζευγαριού, από πέτρες χόρτα κλπ. ενώ παράλληλα τα διαμόρφωναν κατάλληλα.
Σκώλος: Το κλήμα στο αμπέλι.
Ταχιά: Αύριο
Τιναχτής: Αυτός που τινάζει, που ραβδίζει τις ελιές. Πάντα ήταν άντρας και έπαιρνε μεγαλύτερο μεροκάματο.
Τουρλίδα: Έγινε τουρλίδα, λέμε γι' αυτόν που είναι πολύ μεθυσμένος και δεν μπορεί να ελέγξει τη συμπεριφορά του, αλλά και τις κινήσεις του.
Τούρλωμα: Όταν κάποιος λυγίσει τα γόνατά του και σκύψει στη μέση του, έτσι ώστε να εξέχουν τα οπίσθιά του, λέμε ότι αυτός τούρλωσε τον πωπό του, όταν πάλι ξαπλώνουμε και σηκώνουμε τα πόδια μας ψηλά. Λέμε ότι (έπεσα τούρλα).
Τ'πουζ: Μερικές φορές τα ζώα (μουλάρια ή γαϊδούρια) αλλά περισσότερο στα γαϊδούρια, χτυπούσαν μεταξύ τους τα πόδια τους, ή μπροστινά ή τα πισινά, συνήθως όμως τα πισινά. Αυτή η κατάσταση τα έκανε να ματώνουν και να υποφέρουν. Κατά συνέπεια δεν μπορούσαν να αποδώσουν στη δουλειά. Για τα ζώα αυτά λέγανε ότι τα "βάρεσε τ' πουζ".
Τσαμούσικο: Το μουλάρι ή το γαϊδούρι που κλώτσαγε (τσαμούσικο μουλάρι) (τσαμούσικο γαϊδούρι) (τσανούσα φοράδα).
Χαμώι: Το ισόγειο σπίτι (όχι το κατώι, γιατί αυτό προϋποθέτει και ανώι, δηλαδή δίπατο σπίτι).
Γιάννης Γιαννούκος