Αλώνι (α). Χώρος επίπεδος (ίσωμα), που γινόταν η διαδικασία του αλωνίσματος (διαχωρισμός του καρπού από το περίβλημά του).
Αλώνι (β). Το πλατύσκαλο. Μια σκάλα (εξωτερική πάντα), μπορούσε να έχει μέχρι και τρία πλατύσκαλα (αλώνια). Το πάνω, το κάτω και το μεσαίο (αν η σκάλα έστριβε). Συνήθως, όμως, αλώνι λέγανε το μεσαίο πλατύσκαλο.
Αλώνι (γ). Ο κύκλος γύρω από το φεγγάρι. Όταν ο κύκλος ήτανε μουντός (σκούρος) αυτό προμηνούσε βροχή. Όταν ήταν κόκκινος, προμηνούσε αέρα.
Αλώνι (δ). Το κοίλωμα που δημιουργείται στο ασπράδι του βρασμένου αυγού, στο πίσω μέρος.
Αναφοριός ή Μπουχαρί. Το μέσα μέρος του τζακιού, από την παραστιά μέχρι την καπνοδόχο.
Ανέμη: Έβαζαν το νήμα (σκλείδι), για να κάνουν στη συνέχεια μασούρια.
Ζυγαριά (του μπακάλη). Αποτελείται από μεταλλική ράβδο, που στη μέση της στηρίζεται στην ακμή τριγωνικού πρίσματος. Δύο ακόμα τριγωνικά πρίσματα βρίσκονται στις άκρες, που πάνω τους είναι δύο μεταλλικοί δίσκοι. Στον ένα δίσκο τοποθετούν το προς ζύγιση αντικείμενο και στο άλλο τα σταθμά (ζύγια).
Λωνάρια (τα): Δύο τετράγωνα ξύλα με ατσαλένια "δοντάκια" από τη μια μεριά. Μ' αυτά λωνάριζαν (έξαναν) το μαλλί, πριν το βάλουν στη ρόκα.
Μαγγάνι (α). Μηχανισμός με τον οποίο, το νήμα απ' την ανέμη, μεταφερόταν στα μασούρια.
Μαγγάνι (β): Μηχανισμός με τον οποίο ανέβαζαν το νερό απ' το πηγάδι.
Μίτωμα: Η διαδικασία του περάσματος του νήματος ανάμεσα από τα σχοινιά των μιταριών, ώστε να γίνει το σχέδιο που εμείς θέλουμε στο πανί που θα υφάνουμε.
Μπαχάρια: Τα μπαχαρικά. Ιδίως αυτά που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή των γλυκών (μοσχοκάρυδα κλπ.)
Πευκί: Μικρή φλοκάτη, με πιο μικρούς φλόκους, πιο πυκνό νήμα και μονόχρωμη.
Πχέρισμα: Το τελευταίο στάδιο του ζυμώματος, όταν η νοικοκυρά προσπαθούσε να δώσει στο ζυμάρι σχήμα καρβελιού.
Ρούγα: Η γειτονιά.
Σάρωμα (α): Η σκούπα που είχε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και ύψος 50-60 εκατοστά. Μ' αυτή σκούπιζαν τα πατώματα, τα χαγιάτια κλπ. Δεν την έφτιαχναν μόνοι τους αλλά την αγόραζαν από το εμπόριο.
Σάρωμα (β): Ολόκληρος θάμνος από αστοφιά ή θυμάρι, που αφού είχε πατηθεί κάτω από βαριές επίπεδες πέτρες, είχε δεθεί έντεχνα σε στυλιάρι. Μ' αυτό σκούπιζαν τα κατώγια, τις αυκές, τους σταύλους, τους χώρους του αλωνίσματος κλπ. Για τα αλώνια ήταν προτιμότερη η αστοφιά, ενώ για τις αυλές, κατώγια κλπ. το θυμάρι.
Σαρωματάς: Αυτός που έφτιαχνε τα σαρώματα. Ήταν κάτοικος του χωριού και έφτιαχνε μόνο τα σαρώματα με αστοφιά, θυμάρι κλπ. Ο τελευταίος σαρωματάς στο χωριό μας, τη Στενή, ήταν ο πιο γνωστός σαν "Αναμήτρος".
Σκλείδι: Η διαμόρφωση του νήματος σε σχήμα "κουλούρας" για να μπορεί να μπει στην ανέμη. Οι γυναίκες, όταν τελείωναν το γνέσιμο, έπαιρναν το αδράχτι και το "αμολούσαν" περνώντας το στα γόνατά τους.
Στημόνι: Τα νήματα κατά μήκος του αργαλειού, που ανάμεσά τους πλέκεται εγκάρσια το υφάδι.
Σφοντήλι: Συμπαγές βαρύ μικρό ξύλο σε σχήμα κώνου (συνήθως) με τρύπα στη μέση. Το εφαρμόζανε στο τέλος του αδραχτιού, ώστε να δημιουργηθεί βάρος και να φέρνει γρήγορα γύρω-γύρω το αδράχτι.
Παλάντζα (Μπαλάντζα): Αποτελείται από μία μεταλλική ράβδο με κλίμακα υποδιαιρέσεων, στην οποία κινείται το αντίβαρο (βαρίδι). Ενώ το αντικείμενο που θα ζυγιάσουμε ή το κρεμάμε σε αγκίστρι από την άλλη μεριά της ράβδου ή το τοποθετούμε σε μεταλλικό κοίλο δίσκο, που κρέμεται από τη λαβή με αλυσίδες.
Τουλούμι (τ'λουμ'): Κατσικίσιο ή αρνίσιο τομάρι, ειδικά φτιαγμένο, που έβαζαν ξυνοτύρι ή τυρί. Το λέγανε και δερμάτι ή τομάρι.
Υφάδι: Το νήμα που περνιέται με τη σαϊτα και πλέκεται στον υφαντικό ιστό, εγκάρσια προς το στημόνι.
Φλάκι ή φλακί: Κατσικίσιο ή προβατίσιο κομμάτι δέρμα 50x50 εκατοστά περίπου. Πάνω σ' αυτό ζύμωναν ψωμί σε μικρές ποσότητες. Το χρησιμοποιούσαν συνήθως οι τσοπάνηδες στα μαντριά. Γιάννης Γιαννούκος
Δημοφιλέστερα της έκδοσης
Εμφάνιση όλων των εκδόσεων
|