Από το Αυλωνάρι και το Αλιβέρι μέχρι την Καρυστία και τον Καβοντόρο ξεδιπλώνονται, ωσάν δύο ανάστροφες βεντάλιες, 65 αρβανιτόφωνα και πρώην αρβανιτόφωνα χωριά και οικισμοί. Εγκατεστημένοι εκεί, δίγλωσσοι και σε μεγάλο βαθμό εξελληνισμένοι αλβανικοί πληθυσμοί, από τις αρχές του 15ου αι., μετά από πρόσκληση των Βενετών κυριάρχων του νησιού, ημέρεψαν τον άγριο τόπο, κράτησαν με φανατισμό την ορθοδοξία και όντας πλέον αφομοιωμένοι από τους γηγενείς έδωσαν το μεγάλο «παρόν» στον ξεσηκωμό του 1821.
Η γλώσσα τους, τα Αρβανίτικα, αποτελούν ένα πολυσήμαντο, μεσαιωνικό, άγραφο μνημείο, στο οποίο πέρασαν και στοιχεία της ελληνικής του τόπου, άγνωστα από πολλές πηγές.
Ιδιαίτερα στον Καβοντόρο «χωρίς πλοίο, χωρίς οδό» αρπάχτηκαν από τον κορμό της Οχης, έπλασαν με την ξέφρενη φαντασία τους ιστορίες για τους δράκους και τα δρακόσπιτα και άφησαν διονυσιακό τον ήχο της πίπιζας να σκίσει τους αιθέρες του Αιγαίου πελάγους.
Αυτός ο κόσμος παρουσιάζεται στο βιβλίο, μέσα από τις αφηγήσεις, τις μουσικές και τα σφυρίγματα των ιδίων. Αυτόν τον κόσμο, αυτόν τον παλμό αξίζει να τον γνωρίσουμε. Ανήκει στον καθένα μας. Ανήκει σε όλους.