Κοντοτζίπουνο (Κοντοτσίπνο). Μικρή, κοντή, μάλλινη υφαντή ζακέτα, χωρίς μανίκια, χωρίς κουμπιά και ανοιχτή στο μπροστινό μέρος.
Πατατούκα. Βαρύ ανδρικό πανωφόρι, φτιαγμένο από τραγίσια ή γίδινη τρίχα.
Τζεβρές. Μεταξωτό κεντητό ύφασμα.
Χάσικος. Λευκός, καθαρός. Στη Στενή αλλά και στα γύρω χωριά, όταν πρωτοεμφανίστηκε το λευκό ψωμί, το λέγανε "χάσικο ψωμί". Δεν ξέρουμε όμως αν αυτό εννοούσε το καθαρό λευκό ψωμί ή το ψωμί που το έλειπαν όλα τα συστατικά της ολικής άλεσης.
Χουλιάρι. Το κουτάλι.
Χιλιάρα. Γυάλινο μπουκάλι, χωρητικότητας 2,5 οκάδων περίπου. (Η οκά είχε 400 δράμια, 2,5 400 1000. Από κει και η ονομασία (1000 δράμια).
Μπλέχτης. Ο αχυρώνας. Ένα μέρος που είχε χωριστεί με σανίδες ή κλαδιά στο κατώι και χρησιμοποιούταν σαν αποθήκη ζωοτροφών (άχυρο κ.λ.π.).
Ντάλαρος. Μικρό ξύλινο βαρελάκι που έβαζαν συνήθως τυρί ή ελιές. Υπήρχαν όμως και μεγαλύτεροι ντάλαροι που έβαζαν το αλεύρι. Εξ ου και η γνωστή ρήση του αείμνηστου Μπαρμπαποστόλη του Νταλαρούμη, που έλεγε. "Έχει ο ντάλαρος αλεύρι; Χριστός Ανέστη. Δεν έχει ο ντάλαρος αλεύρι; Θάνατον... πατήσας".
Πατωμένο. Μεγάλο ξύλινο πατάρι, πιο ψηλά από την επιφάνεια του δαπέδου του κατωγιού, όπου χρησιμοποιούσαν γεωργικά εργαλεία, τρόφιμα κλπ.
Στατέρι. Μεγάλη ζυγαριά, όπου ζυγιάζονταν μεγάλα βάρη. (μέχρι και 100 οκάδες). Το προϊόν που επρόκειτο να ζυγιαστεί, το κρεμούσαν σε τσιγκέλι.
Παχνί. Μεγάλο τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο ξύλινο κουτί, στηριγμένο σε τέσσερα ξύλινα πόδια και στο οποίο τοποθετούσαν τις ζωοτροφές, για να φάει το γαϊδούρι ή το μουλάρι.
Στάντος. Χοντρό, μεγάλο ξύλο (συνήθως από πλατάνα). Του κόβανε τα κλωνάρια, όχι από τη ρίζα, αλλά σε απόσταση 20 περίπου πόντους από τον κορμό και το χρησιμοποιούσαν για σκάλα, για το ανέβασμα σε δέντρα ή τίναγμα ελιάς και καρυδιάς κλπ.
Όκνα. Το ξύλο με το οποίο σφράγιζαν το βαρέλι, μετά το βράσιμο του μούστου.
Τύλος. Είναι το ξύλο εκείνο, το οποίο, μέχρι να βράσει ο μούστος, το τοποθετούμε στην τρύπα του βαρελιού, όπου θα μπει η κάνουλα, όταν το κρασί θα είναι έτοιμο.
Τέμπλα. Μακρύ ξύλο, όπου τίναζαν (ράβδιζαν) ελιές, καρυδιές, κλπ.
Ζα (τα). Τα ζώα που μας βοηθούσαν στις γεωργικές εργασίες (μουλάρια, βόδια κ.λ.π.).
Ταϊ (το). Το φαγητό των ζώων.
Κοράκι. Ξύλινος μηχανισμός, για να κλειδώνει, η συνήθως μεγάλη, δίφυλλη πόρτα του κατωγιού.
Τρακάδα. Καυσόξυλα, τοποθετημένα σε σειρές (ντάνες) στο κατώι ή στην αυλή του σπιτιού.
Πνιότα. Μικρό πήλινο δοχείο, για ελιές και ξυδερά. Ήταν σαν στάμνα, αλλά με μεγάλο στόμιο, για να χωρά το χέρι.
Πντέλι. Ξύλινο υποστύλωμα, για να στηρίζονται παλιά πατώματα. Η σχετική εργασία, ονομαζόταν "πντέλιασμα).
Σαΐτα. Εργαλείο υφαντικό, με το οποίο περνούν το υφάδι, μέσα από τις κλωστές του στημονιού.
Μιτάρι. Εξάρτημα του αργαλειού, με το οποίο περνούν το υφάδι, μέσα από τις μετακινούνται τα νήματα του στημονιού, για να περάσει η Σαΐτα. Αποτελείται από δυο παράλληλα ξύλα, που ενώνονται τα σκοινιά.
Αντί (το) Αντιά (τα). Είναι δυο χοντρά και γερά ξύλα, εξαρτήματα του αργαλειού. Το ένα είναι στο πάνω μέρος που είναι τυλιγμένο το στημόνι, το οποίο αφού περάσει μέσα από τα μιτάρια, καταλήγει στο άλλο "αντί" που είναι συνδεδεμένα δύο μακρόστενα ξύλα, τα οποία χειρίζεται η υφάντρια με τα πόδια (πατήθρες).
Πατήθρες. Δύο ξύλινα μακρόστενα κομμάτια (περίπου 50-60 εκατοστά) τα οποία πετάει η υφάντρα (πότε το ένα και πότε το άλλο), όταν πρέπει να ανεβάσει ή να κατεβάσει τις κλωστές του στημονιού ή να τους δώσει τη θέση που πρέπει, ώστε να βγει το σχέδιο στο πανί.
Χτένι. Εξάρτημα του αργαλειού, μήκους ένα μέτρο περίπου και πλάτους 10-15 εκατοστά. Μέσα από τα χτένια του, περνά το στημόνι. Με το χτένι επίσης, πιέζουμε το υφάδι, για να γίνει σφιχτό και πυκνό το πανί.
Γιάννης Γιαννούκος
|