Αερογάμης: (Ανεμογάμης). Αρπακτικό πτηνό, είδος γερακιού, κιρκινέζι, κίτσης, κίρκος. Επίσης αερογάμηδες λέμε τους ανθρώπους που καυχώνται για ανύπαρκτες ερωτικές επιτυχίες τους.
Ανασακιάζω: Βάζω κάτι μέσα σε σάκο ή βάζω κάτι από τον ένα σάκο στον άλλον ή σηκώνω ένα μεγάλο σάκο και τον κουνώ, για να κατακαθίσει το περιεχόμενο του.
Αντέτι: Σηνήθεια που εκφράζεται ως έθιμο, άγραφτος νόμος, (γιατί το έκανες αυτό; Έτσι, για τ'αντέτ).
Ζαλίκι: Φορτίο από ξύλα που μεταφέρεται στην πλάτη ή το σκοινί με το οποίο δένεται το φορτίο στην πλάτη. Επίσης φορτίο ηθικό ή οικονομικό (έχω μεγάλο ζαλίκι).
Ζάφτι: Όταν μπορώ να επιβληθώ σε κάποιον, να τον δαμάσω, ή σε κάτι (τον έκανα ζάφτι) ή (τόκανα ζάφτι), τα κατάφερα.
Ζεβζέκης: Ανόητος, παλαβός και μεταφορικά ο απειθάρχητος, ο ιδιότροπος, ο ξεροκέφαλος κ.λ.π.
Ζερέλιο: (ζιρέλιου). Όταν γίνομαι μούσκεμα από τη βροχή ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο. (μι βρήκι στου δρόμου η βρουχή κι γίνκα ζιρέλιου).
Καβάθα: Πιάτο με μεγάλη χωρητικότητα, φτιαγμένο από πηλό ή ξύλο. (έφαγε μια καβάθα φασόλια).
Κολίγας: Αυτός που καλλιεργεί αγρό ξένο ή βόσκει ξένο κοπάδι και το κέρδος το μοιράζεται με τον ιδιοκτήτη του αγρού ή του κοπαδιού.
Κολλιτσάνα: (Κουλτσάνα). Ο άνθρωπος που επιδιώκει να είναι συνέχεια δίπλα μας και μας γίνεται φορτικός (άντε παραπέρα ρε φίλε, σαν πολύ κολλιτσάνα μούγινες).
Πέφτη: Η μέρα της εβδομάδας Πέμπτη.
Τέρμινο: Μονάδα χρόνου. Ημέρα, εβδομάδα, μήνας, χρόνος κ.λ.π.. Τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιούσαν συνήθως οι γύφτισες, που μας έλεγαν τη μοίρα, (σε τρία τέρμινα θα περάσεις μια μεγάλη πόρτα).
Τετράδη: Ιδιωματική ονομασία της Τετάρτης (μέρας της εβδομάδας).
Τουλούμι: Ασκί δερμάτινο που βάζαν συνήθως το τυρί ή το ξυνοτύρι. Ειδικές φράσεις που χρησιμοποιούμε, είναι μεταξύ των άλλων και οι εξής. Θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο (θα σε δείρω πάρα πολύ). Ρίχνει με το τουλούμι (βρέχει πάρα πολύ).
Τσακίδια: Μέρος όπου μπορεί κανείς να γκρεμιστεί. Χρησιμοποιείται στη φράση (άι στα τσακίδια) σαν βρισιά για να διώξουμε κάποιον.
Τούρλα: Οτιδήποτε έχει στρογγυλό και εξογκωμένο σχήμα και συνήθως(όχι πάντα) με μυτερή κορφή.
Τουρλίδα: Πουλί της οικογένειας των χαραδριιδών, οιδίκνημος ο κροταλίζων. Εμείς όμως αποκαλούμε με τη λέξη αυτή, αυτόν που είναι πολύ μεθυσμένος (έγινε τουρλίδα)
Τουρλώνω: Όταν εξογκώνω κάτι. Σηνήθως στην περιοχή μας, πιο γνωστό ήταν το τούρλωμα των οπισθίων. (αυτός ή αυτή τουρλώνει τον κώλο του-της).
Τουλούπα: (τ' λούπα): Τούφα μαλλιού ή μπαμπακιού (στα χωριά μας μόνο μαλλιού). Η γιαγιά έδεσε στη ρόκα της, μια τουλούπα μαλλιού και άρχισε το γνέσιμο.
Φιλιτράω (φιλιτράου): Φτερουγίζω
Φιλέτρας (φλέτρας): Πεταλούδα
Γιάννης Γιαννούκος
|