Η συνάντηση!
Πριν από πολλά - πολλά χρόνια, μία αλεπού τριγύριζε στο δάσος (τότε που υπήρχε), με την κοιλιά της να παίζει ταμπούρλο από την πείνα, και με το μυαλό γεμάτο απαισιόδοξες σκέψεις για το μέλλον.
Μέρες τώρα προσπαθούσε να μπει σε κανένα κοτέτσι για να γλυκάνει το δοντάκι της, αλλά με την SECURITY που έχουν βάλει όλα τα μαγαζιά, το μόνο που κατάφερε ήταν να χορτάσει λαχάνιασμα από τα μαντρόσκυλα.
- Κάτι πρέπει να κάνω, μονολογούσε, γιατί με το μισθό που παίρνω, σε λίγο με βλέπω ακτινογραφία.
Περπατούσε, λοιπόν, σκεπτική, όταν ξαφνικά παίρνει χαμπάρι πάνω σε ένα δένδρο, έναν κόρακα να κρατάει στο στόμα του ένα κομμάτι τυρί και να ετοιμάζεται να το τιμήσει δεόντως...
- Βρε τον μπαγάσα, τον ζήλεψε. Που το βρήκε το παλιότυρο, έστω και λίγο;
Πλησιάζει σιγά - σιγά για να μην τον τρομάξει.
- Γεια σου γείτονα, του κάνει.
- Γεια και σε σένα, της απαντάει αυτός με κλειστό, σχεδόν, το στόμα.
Η παμπόνηρη κυρα - Μαριώ, αρχίζει αμέσως την πολυλογία, μπας και κάνει τον κόρακα ν΄ ανοίξει περισσότερο το στόμα του και του πέσει το τυρί.
- Τι νέα;
- Καλά.
- Τι κρατάς στο στόμα σου;
- Τίποτα το ιδιαίτερο. Λίγο τυράκι, έτσι για τη λιγούρα.
- Κεφαλοτύρι είναι;
- Όχι. Γραβιέρα Κρήτης.
Η αλεπού άρχισε να ξερογλύφεται και να της τρέχουν τα σάλια.
- Δεν το δίνει σε μένα που έχω να φάω μέρες;
- Για χαζούς ψάχνεις; Ποιος δίνει τη σήμερον ημέρα, για να σου δώσω κι εγώ; Ξέρεις πόσο έχει πάει το κιλό;
Το ψηστήρι!
Το μυαλό της αλεπούς άρχισε να παίρνει γρήγορες στροφές. Κάτι άλλο πρέπει να βρω και να του πω, σκέφτηκε, γιατί ο παλιοκόρακας θα βαρεθεί και θα φύγει.
- Τα παιδιά καλά;
- Ποια παιδιά; Εργένης είμαι και ψάχνω για κορακίνα. Ασε με όμως τώρα, γιατί θέλω να φάω με ησυχία.
- Τι ωραία φτερά που έχεις κυρ - κόρακα!
Το κοράκι αρχίζει να ψάχνει γύρω - γύρω, για να δει σε ποιον μιλάει η αλεπού.
- Σε εμένα το λες αυτό;
- Σε εσένα.
- Κυρά αλεπού. Ή με δουλεύεις, ή έχεις αχρωματοψία. Εγώ είμαι σαν υποψήφιος Δήμαρχος που του ρίξανε φούμο.
- Δεν πειράζει. Για αυτό είναι οι υποψήφιοι. Πάντως, μπορεί να μην έχεις ωραία φτερά, έμαθα όμως ότι έχεις υπέροχη φωνή.
Ο κόρακας άρχισε να κολακεύεται.
- Κυρά Μαριώ. Εγώ το ξέρω, αλλά τα υπόλοιπα πουλιά δεν με πιστεύουνε και με κοροϊδεύουνε.
- Ώπα! Κατάλαβε αμέσως η αλεπού. Εδώ είμαστε. Πέσαμε σε ψώνιο.
- Μην τους δίνεις σημασία, του απαντάει. Ζηλεύουνε. Δεν θέλουν να δουν κάποιον να προκόβει. Όμως πρέπει να σ΄ ακούσω κι εγώ. Έχω μαγαζί στην παραλία και ψάχνω για πρώτη φίρμα. Τραγούδησε κάτι.
- Κρα! Κάνει ο κόρακας με μπουκωμένο το στόμα.
- Κύριε κόρακα, άκουσα καλά; Τι φωνή ήταν αυτή; Τι μελωδία! Τι ρυθμός! Τύφλα να ΄χει ο Νταλάρας, η Αλεξίου, ο Μητροπάνος και ο Σφακιανάκης μαζί. Κοίτα, ανατρίχιασα.
Το κοράκι ξεχνάει αμέσως το φαγητό, ξεχνάει τα μαύρα του τα χάλια και αρχίζει να τινάζει τα φτερά του, ευτυχισμένο που κάποιο πλάσμα εκτίμησε τη φωνή του.
- Πως σου φάνηκε κυρά - γειτόνισσα;
- Θαύμα! Εξαιρετικό λαρύγγι. Τι βάθος και τι μέταλλο ήταν αυτό;
- Τι λες; Κάνω για το μαγαζί σου;
- Κόρακα. Είσαι αυτός που έψαχνα να βρω. Έλα αμέσως να κάνουμε συμβόλαια και να κανονίσουμε την τιμή του νυχτοκάματου.
Το μυαλό του κόρακα, παίρνει αμέσως αέρα. Φαντάζεται τον εαυτό του να είναι πρώτο όνομα στην λεζάντα, τα γυαλιστερά ρούχα με τα μπιχλιμπίδια που θα φόραγε, τα λεφτά που θα έπαιρνε και τα μάτια του αρχίζουν να κάνουν πουλάκια.
- Κόρακα, κάνει την ενθουσιασμένη η αλεπού. Σκέφτηκα και κάτι άλλο. Θα κάνουμε περιοδείες και στο εξωτερικό. Θα πάμε στην Αμερική, στην Ευρώπη και στην Αυστραλία, εκεί που ξέρουν και εκτιμούν τις ωραίες φωνές.
Ο κόρακας άρχισε να αναπνέει... ευρωπαϊκό αέρα πλέον. Σκεφτότανε Παρίσια, Μελβούρνες, Ν. Υόρκες και το λιγοστό νιονιό του άρχισε να μπάζει από παντού.
- Μπράβο κυρά - Μαριώ. Μόνο εσύ με καταλαβαίνεις. Μόνο εσύ είσαι φίλη μου. Όλοι οι άλλοι θέλουν το κακό μου. Πες μου τι θέλεις να κάνω και θα το κάνω.
- Τίποτα το ιδιαίτερο. Θέλω να τραγουδήσεις άλλη μία φορά, μόνο που τώρα θα πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο για να φανεί όλο το ταλέντο σου.
- ΚΡΑ!, ΚΡΑ!, ΚΡΑ! Βάζει τις φωνές ο κόρακας, ενώ σύννεφο τα άλλα πουλιά τρομαγμένα φεύγουν από τα δένδρα και το βάζουν στα... φτερά. Ταυτόχρονα το κομμάτι το τυρί φεύγει από το στόμα του, κατρακυλάει στα πόδια της αλεπούς και αστραπιαία εξαφανίζεται στο στόμα της.
- Λοιπόν κυρά - αλεπού; συνεχίζει τον χαβά του το κοράκι. Θα ξετρελαθούνε στο εξωτερικό όταν με ακούσουν;
- Για αυτό να είσαι σίγουρος. Αντε γεια τώρα και όταν ξαναπεινάσω τα ξαναλέμε.
- Που πας αλεπού; Γιατί φεύγεις; Τι θα γίνει με το συμβόλαιο που μου έλεγες;
- Αϊντε χαζοκόρακα. Ακόμα εκεί είσαι; Εσύ δεν κάνεις ούτε για σειρήνα στην πυροσβεστική, του απαντάει αυτή, βγάζει μία οδοντογλυφίδα από την κωλότσεπη και εξαφανίζεται στους θάμνους.
Τότε μόνο το κοράκι καταλαβαίνει το κόλπο της αλεπούς και βάζει τα κλάματα. Μέσα στους αναστεναγμούς αρχίζει να κτυπάει το (άδειο) κεφάλι του στα κλαδιά και να μονολογεί:
- Πάει το Παρίσι, πάει και το τυρί!
Αγαπητοί φίλοι, ακόμα μία ιστορία του Αισώπου φιλοξενήθηκε στις σελίδες της ΑΥΛΙΔΑΣ και αναγκαστικά τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τον μύθο αυτό, είναι όχι μόνο αναπόφευκτα, αλλά και οδυνηρά.
Συμπεράσματα
1ον) Ο άνθρωπος είναι. .. δύο, στην οικονομική συσκευασία του ενός.
α) Είναι αυτός, που ο ίδιος νομίζει ότι είναι.
β) Είναι αυτός, που πραγματικά είναι.
2ον) Μακριά (πολύ μακριά) από τους κόλακες.
3ον) Προσοχή (μεγάλη προσοχή) στις ξαφνικές αγάπες.
Σπύρος Βεκίνης