Έφυγε και ο μήνας Ιανουάριος. Βαδίζουμε προς το τέλος του χειμώνα. Παράπονα για ξηρασία και ανομβρία τουλάχιστον φέτος δεν πρέπει να έχουμε. Πολλές οι βροχές και πολλά τα χιόνια. Κακοκαιρία πρωτοφανή τουλάχιστον για την περιοχή μας. Ούτε οι γεροντότεροι δεν θυμούνται τέτοιο χιόνι. Βέβαια «ουδέν καλό αμιγές κακού» ή και το αντίστροφο έλεγαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Δυσανασχετούσαμε που δεν έβρεχε. Αγανακτήσαμε γιατί άρχισε να βρέχει και δεν μπορέσαμε να κάνουμε τις δουλειές μας, κυρίως αγροτικές ή οικοδομικές. Μετά παρακαλούσαμε να δούμε λίγο χιόνι. Ήρθε και το χιόνι, αλλά μας έπεσε λίγο βαρύ. Πάλι παράπονα. Μας κατέστρεψε τα δένδρα και τις στέγες. Σπάσανε αρκετές ελιές. Καταστράφηκαν τελείως τα οπωροφόρα δένδρα. Πέσανε υπόστεγα κατοικιών και στέγες επιχειρήσεων. Χαλάσανε τρόφιμα και κρέατα σε σπίτια και επιχειρήσεις λόγω της διακοπής του ρεύματος. Παγώσαμε γιατί δεν δούλευε το καλοριφέρ. Μείναμε άπλυτοι λόγω της διακοπής του νερού και γενικά ταλαιπωρηθήκαμε.
Όλη αυτή η ταλαιπωρία όμως και η αναστάτωση που προκάλεσε η χιονόπτωση, με έκανε να σκεφτώ κάποια πράγματα, όταν καθισμένος μπροστά στο τζάκι και συζητώντας μαζί με την οικογένειά μου, χωρίς ρεύμα, νερό και θέρμανση, έβλεπα τις πυκνές νιφάδες του χιονιού να πέφτουν έξω από το παράθυρό μου. Αλήθεια, πόσες φορές πριν, είχαμε συζητήσει όλοι μαζί σαν οικογένεια; Σχεδόν καμία. Εγώ θα διάβαζα εφημερίδα, η γυναίκα μου θα έκανε δουλειές στο σπίτι και η κόρη μου θα έβλεπε τηλεόραση, ή θα έπαιζε με τα παιγνίδια της. Όσο ευχαριστήθηκα αυτό το καημένο το τζάκι, που έπρεπε να χιονίσει ένα μέτρο για να το ανάψουμε, μια και ως τώρα δεν το κάναμε γιατί θα κάπνιζε και θα λέρωνε τους τοίχους και τα υφάσματα των σαλονιών όπως έλεγε η γυναίκα μου! Εμ, έπρεπε να το είχα κτίσει (κλείσει) να δούμε πως θα ζεσταινόμασταν! Φίλοι μου στις κρίσεις ή στις δύσκολες στιγμές φαίνονται καταστάσεις, αντικείμενα ή πρόσωπα που είναι ικανά να μας βγάλουν από το αδιέξοδο. Όπως και η λάμπα πετρελαίου που είχα αγοράσει πριν δέκα (10) χρόνια μας έβγαλε από το αδιέξοδο στην δύσκολη στιγμή της διακοπής του ρεύματος. Βέβαια μπορεί να κάπνιζε λίγο και αυτό να μας ενοχλούσε, αλλά κανένας μας δεν διαμαρτυρήθηκε.
Με την τελευταία χιονόπτωση ακόμη, πιστεύω ότι κερδίσαμε κάτι που το είχαμε χάσει ή μάλλον το είχαμε ξεχάσει. Ήρθαμε πιο κοντά οι πολίτες μεταξύ μας. Βρεθήκαμε φίλοι σε σπίτι που είχε τζάκι, για να ζεσταθούμε. Βοηθήσαμε ο ένας τον άλλον να ανοίξει την πόρτα της αυλής του και να βγάλει το αμάξι του που ήταν αποκλεισμένο. Κουβαλήσαμε νερό για εμάς και για τον γείτονα που δεν μπορούσε να πάει μόνος του. Σπάσαμε δηλαδή τις αλυσίδες του απομονωτισμού που ο ενδαιμονισμός μας είχε δέσει. Λειτουργήσαμε σαν άνθρωποι και βοηθήσαμε ο ένας τον άλλον, χωρίς να σκεφτόμαστε τι κόμμα είναι, τι πολιτική ακολουθεί, αν είναι πλούσιος, φτωχός, αξιοπρεπής, αναξιοπαθής, αν μας έχει βλάψει, αν μας έχει βρίσει ή κατηγορήσει. Λειτουργήσαμε δηλαδή όλοι όπως θα έπρεπε να λειτουργούμε κάτω από όλες τις συνθήκες και όχι μόνο τις κρίσιμες στιγμές.
Σε αυτή επίσης την έντονη χιονόπτωση, η στάση των περισσότερων πολιτών, η παθητικότητα και η γκρίνια τους, απέδειξαν την έλλειψη πολιτικής συνείδησης, που είναι ίσως η μεγαλύτερη απειλή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας μας. Γνωρίζοντας ότι η κρατική μηχανή σε ελάχιστες περιπτώσεις στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, θα περίμενε κανείς την ενεργό συμμετοχή και την ανάληψη ευθυνών από τους «απλούς» πολίτες.
Όσο εμείς αδιαφορούμε για τις ευθύνες μας, πολιτικές και κοινωνικές, τόσο θα πραγματοποιείται η κατάληψη σημαντικών δημόσιων θέσεων από άτομα, που δεν διαθέτουν την γνώση και την δύναμη να βελτιώσουν τον τόπο και τις υποδομές του.
Ένα ανύπαρκτο κράτος δηλαδή στηρίζεται και συντίθεται από ανύπαρκτους πολίτες.
Ποια θα είναι η συμπεριφορά όλων αυτών των αλλόφρονων πολιτών που ωρύονταν μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες ή στα καφενεία κατά τις επόμενες δημοτικές, νομαρχιακές ή βουλευτικές εκλογές; Σε τι θα μεταβάλλουν τις επιλογές τους; Θα αναλάβουν τις ευθύνες τους ή θα στηρίξουν άτομα που δεν αξίζουν να διοικήσουν και να διαχειριστούν την εξουσία, εμποδίζοντας την πορεία του τόπου μας προς την νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται;
Δηλώνω απαισιόδοξος στο συγκεκριμένο σημείο πιστεύοντας ότι αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί και κάθε φορά θα είναι η ίδια.
Η κακοκαιρία όμως πέρασε. Βρισκόμαστε στον τελευταίο μήνα του Χειμώνα και μόνο οκτώ μήνες πριν τις Δημοτικές εκλογές, διάστημα αρκετά μεγάλο για να ξεχάσουμε τις δυσκολίες και τα θετικά της χιονοκακοκαιρίας και να ξαναρχίσουμε τα ίδια και χειρότερα. Τις υπόγειες κινήσεις, τις διαβολές, τα ψέματα, που πολλές φορές δεν είναι μόνο ψέματα αλλά συνδέονται με την κακότητα. Γιατί σε μερικές περιπτώσεις το ψέμα που λέγεται δημόσια αλλά χωρίς την παρουσία αυτού που αφορά, συνδυάζεται με την ανηθικότητα και με την βλακεία.
Έχει λοιπόν και το χιόνι την πολιτική του προέκταση. Καταδεικνύει την δυναμική ή τις αδυναμίες του κράτους του Δήμου της κοινωνίας αλλά και των ίδιων των πολιτών.
Γιατί τελικά εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα. Οι κοινωνίες μας δεν μπορούν να υπάρξουν έχοντας ως εγγυητή των πάντων το κράτος. Δεν μπορούν να υπάρξουν δίχως οι πολίτες να νιώσουν ως συν-πολίτες που συνυπάρχουν και από κοινού αντιμετωπίζουν τα προβλήματα.
Αν ο πολίτης δεν βγει από τον εγκλεισμό της οικίας του και δεν αντιληφθεί ότι το πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι του και το μαγαζί του είναι και «δικός» του χώρος, αν δεν αντιληφθεί ότι το πάρκο που παίζει το παιδί του είναι και δικός του χώρος, τότε απλώς διαμορφώνεται μία κοινωνία της ιδιώτευσης, νευρωτική και φοβισμένη, αδύναμη να επιβιώσει με την παραμικρή αναποδιά. Αυτό που συνέβη με το χιόνι στην Αυλίδα και στην υπόλοιπη Ελλάδα, δηλαδή να τα περιμένουν όλα από το κράτος, έχοντας ξεχάσει την αρχαιοελληνική ρήση «συν Αθηνά και χείρα κίνει», αποτελεί ίσως το πλέον χειροπιαστό πολιτικό ζήτημα - δίδαγμα.
Γιατί βεβαίως μπορούμε να μιλάμε θεωρητικά για την ιδιώτευση και την κοινωνία των πολιτών και για την επιστροφή του πολίτη στην «πολιτική», αλλά ευτυχώς «πολιτική» δεν είναι μόνο ο Σημίτης, ο Γιάννος, ο Καραμανλής και ο Αβραμόπουλος. Πολιτική - και μάλιστα πολιτική ουσίας - είναι πριν από όλα να μάθεις να ξεχιονίζεις το πεζοδρόμιο που περπατάς εσύ και οι άλλοι. Μία πολιτική δηλαδή της συμμετοχής. Δημήτρης Κουρνόπουλος
|