- Νυμφεύεται ο δούλος του Θεού, Σπυρίδων
και ύστερα από λίγο, ξανά,
- Νυμφεύεται ο δούλος του Θεού, Σπυρίδων.
Προχθές το βράδυ, μιας και δεν είχα τι να κάνω, παίρνω μία από τις κασέτες που έχω στο σπίτι, την βάζω στο βίντεο, ανοίγω ένα μπουκάλι μπύρα και κάθομαι αναπαυτικά για να δω το έργο.
Βλέπω στην αρχή κάτι λουλούδια, μία εκκλησία, κόσμο παντού.
- Μπα! (σκέφτηκα). Κάπου το έχω ξαναδεί αυτό το έργο.
Ύστερα από λίγο, βλέπω την αφεντιά μου να περιμένει με το λουλουδικό στο χέρι, όμορφο καρδαμωμένο (περασμένα μεγαλεία διηγώντας τα να κλαις) και επιτέλους κατάλαβα που είχα δει το έργο. Ήταν από τον γάμο μου, πριν από κάμποσα χρόνια.
Βαρέθηκα να σηκωθώ και να αλλάξω την κασέτα και έτσι την άφησα να παίζει. Αργοπορημένη (όπως είναι το έθιμο) καταφθάνει η νύφη μέσα στα άσπρα και στα απαραίτητα κορναρίσματα και όλοι μαζί μπουκάρουμε στην εκκλησία.
Αρχίζει ο παπάς.
- Νυμφεύεται ο δούλος και νυμφεύεται ο δούλος.
Τότε, επειδή είχα σκυλοβαρεθεί μέσα στην ορθοστασία μου, να με κοιτάνε όλοι, αναρωτήθηκα:
- Καλά, δεν έχει τίποτα άλλο να πει ο παπά - Φάνης και όλο τα ίδια και τα ίδια λέει;
Την απορία αυτή μου την έλυσε αργότερα ένας φίλος που εφάρμοζε την παροιμία «στρίβειν δια του αρραβώνος».
- Ρε Σπύρο, αυτό που επαναλάμβανε τόσες φορές ο παπάς και εσύ χάζευες, για σένα το έλεγε. Μπας και καταλάβεις. Δούλο σε ανέβαζε, δούλο σε κατέβαζε. Τι άλλο να σου πει; Σου έδινε μία τελευταία ευκαιρία. Αλλά εσύ, χαμπάρι δεν πήρες!
Π.Γ.
(Πριν Γάμου)
Κάποτε, πριν από πολλά - πολλά χρόνια, ήμουν νέος, σβέλτος, ελεύθερος, άνετος, αεράτος, πήγαινα ταξίδια με την (500άρα) μηχανή μου, από το ένα πλοίο έβγαινα και στο άλλο έμπαινα, έκανα ελεύθερο κάμπινγκ και φιλοξενούσα στην σκηνή κάθε φυλή και χρώμα.
Τι στα νησιά του Αιγαίου είχα πάει, τι την Ευρώπη είχα γυρίσει, τι την Αφρική και Ασία είχα γνωρίσει, τι παλαβομάρες είχα κάνει. Και πάντα είχα μαζί μου ένα δεύτερο κράνος.
- Σπύρο, είσαι για Βόρεια Ιταλία; μου πρότειναν οι φίλοι μου.
- Μέσα, τους απαντούσα.
- Είσαι για Κωνσταντινούπολη;
- Είμαι.
Όπου νύχτα μου και όπου μέρα μου, δηλαδή, και λογαριασμό δεν έδινα σε κανέναν. Έτρωγα όποτε ήθελα, κοιμόμουνα όποτε γουστάριζα, ανεβοκατέβαινα όποτε έκανα κέφι.
Φαίνεται όμως ότι ο καλός θεούλης ζήλεψε την καλοπέραση του πλάσματός Του (του Σπύρου, δηλαδή) και βάλθηκε να του την σπάσει. Έβαλε, λοιπόν, τα μεγάλα μέσα.
- Σπύρο, άρχισε η μάνα μου. Πρέπει να παντρευτείς και να νοικοκυρευτείς.
- Ασε με ρε μάνα, καλά είμαι έτσι.
- Ο προορισμός του ανθρώπου είναι να κάνει οικογένεια.
- Ας κάνει. Τι με νοιάζει εμένα;
- Όταν θα γεράσεις, θα σου δίνουν τα παιδιά σου ένα ποτήρι νερό.
- Αμα γεράσω μάνα, ούτε να καταπιώ δεν θα μπορώ. Θες να με πνίξεις.
Πέσανε από κοντά και κάτι θειάδες (που δεν χρωστάνε να κάνουν καλό), έβλεπα τους φίλους μου να αραιώνουν, και άρχισα να το σκέφτομαι.
- Βρε μπας και είναι όπως τα λένε και εγώ είμαι κορόιδο που παραμένω ανύπαντρος;
Μ.Γ.
(Μετά Γάμο)
Η αρχική αντίσταση όπως καταλαβαίνετε αγαπητοί φίλοι, άρχισε να υποχωρεί. Και επειδή το ένα φέρνει το άλλο, βρέθηκα όρθιος στην εκκλησία, να έχω πάθει κράμπα στην πλάτη και να με αποκαλεί ο παπάς δούλο.
- Σπύρο, θέλουμε αυτό, θέλουμε το άλλο, θέλουμε το παράλλο και πάρε αυτό το χαρτί για να μην τα ξεχάσεις, άρχισαν τα οικογενειακά καλά.
- Που πας τέτοια ώρα; Τι θα κάνω μόνη μου στο σπίτι; Φοβάμαι, ξεκίνησαν και οι ηθικοί εκβιασμοί.
- Μπαμπά σε αγαπώ πολύ, αλλά θέλω παγωτό, συνεχίστηκαν.
Πριν γάμου, έβλεπα κάτι ταλαιπωρημένους οικογενειάρχες να κρατάνε δύο τσάντες σε κάθε χέρι, και έλεγα:
- Κοίτα τους ηλίθιους!
Σήμερα εγώ, κουβαλάω τρεις τσάντες σε κάθε δάκτυλο και είμαι ευχαριστημένος που δεν έχω κρεμάσει και μία στον λαιμό.
Πάνε τα ταξίδια (την μηχανή μου την κλέψανε και ησύχασα), πάνε οι ξάπλες και το αραλίκι, πάνε οι φυλές και τα χρώματα, και την Ευρώπη την βλέπω μόνο στον χάρτη.
Τώρα, για να πάω μία απλή βόλτα στην θάλασσα με τα μικρά παιδιά που απέκτησα, πρέπει να γίνει ολόκληρη μετακόμιση. Και αυτό στην καλύτερη περίπτωση, γιατί μπορεί ξαφνικά να κοιμηθεί κάποιο από τα τρία και να ξεμείνουμε αμανάτι στον Καρόδρομο.
Συμπέρασμα
(Εάν μπορείτε να βγάλετε)
- Σπύρο, έλεγε ο φίλος μου ο Γιώργης, που αραχτός στην παραλία μιας και δεν τον περίμενε κανείς, μου έκανε τον έξυπνο. Μην απογοητεύεσαι, γιατί όλα είναι θέμα επιλογής. Κάθε μία έχει τα καλά και τα κακά της. Ο παντρεμένος ζει σαν σκύλος και πεθαίνει σαν άνθρωπος, ενώ ο ανύπαντρος ζει σαν άνθρωπος και πεθαίνει σαν σκύλος. Διαλέγεις και παίρνεις.
Όσο για το νερό;
- Κωνσταντίνε, δώσε μου ένα ποτήρι νερό.
- Έχω δουλειά μπαμπά. Να πας να το πάρεις μόνος σου. Και με την ευκαιρία, φέρε μου και εμένα.
Τι τα θέλετε όμως; Τον λατρεύω, όπως και τα υπόλοιπα.
Αβυσσος η ψυχή (και η αντοχή) του ανθρώπου!!
(Σημείωση: Της συμβίας μου, αυτό ευθυμογράφημα δεν της άρεσε καθόλου. Εσείς τι λέτε;)
Σπύρος Βεκίνης